ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Historical Geography

H Ιστορική Γεωγραφία είναι: 
...ένα επιστηµονικό πεδίο ανάμεσα στις κοινωνικές, ανθρωπιστικές, φυσικές και τεχνολογικές επιστήμες που εµφανίζεται κυρίως µε δύο οπτικές, την ιστορική γεωγραφία ως έναν ανεξάρτητο διεπιστηµονικό κλάδο µελέτης και  ως εφαρµοσµένη πειθαρχία   ...ένα επιστηµονικό πεδίο που εξετάζει τον «χαµένο χρόνο» και τον «χαµένο χώρο», εστιάζοντας στην αλληλεπίδραση µεταξύ ανθρώπινης δραστηριότητας και του γεωγραφικού χώρου µέσα στον χρόνο. Μελετά ζητήµατα που σχετίζονται µε µετασχηµατισµούς των σχέσεων της κοινωνίας σε σχέση µε τον γεωγραφικό χώρο σε διαφορετικές χρονικές στιγµές και σε διαφορετικές κλίµακες: τοπική, περιφερειακή, παγκόσµια ...ένα επιστηµονικό πεδίο που συµβάλλει µέσω της ανασύστασης, της ανάλυσης, της ερµηνείας και εν τέλει της προτυποποίησης, των αλλαγών στο χρόνο και το χώρο, στην κατανόηση των φαινοµένων, των διαδικασιών, των αιτιών, των µηχανισµών, των επιπτώσεων και της σηµασίας των διαχρονικών αλλαγών της οργάνωσης του χώρου ...ένα επιστηµονικό πεδίο που δίνει απαντήσεις σε σηµερινά ερωτήµατα σχετικά µε τον πληθυσµό, την οικονοµία, την οικιστική εγκατάσταση, ερευνώντας και αναλύοντας ενδελεχώς το παρελθόν τους   ...ένα επιστηµονικό πεδίο που χρησιµοποιεί την επιτόπια έρευνα για την αξιοποίηση γραπτών και εικονογραφικών πηγών από µία ποικιλία αρχείων, συλλογές χαρτών, δηµόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, καθώς και τις σύγχρονες τεχνολογίες, ενώ παράλληλα χρησιµοποιεί και παράγει οπικοποιηµένα τεκµήρια αναπαράστασης του γεωγραφικού χώρου (χάρτες, δηµιουργία ολοκληρωµένων Γεωγραφικών Πληροφοριακών Συστηµάτων, τρισδιάστατη και εικονική απεικόνιση, χαρτογραφία κίνησης) ...ένα επιστηµονικό εν τέλει πεδίο, µε σηµαντική δυναµική, κλίση και ροπή στην διεπιστηµονική συνεργασία στο διεθνές επιστηµονικό στερέωµα.


Ιστορική Γεωγραφία: τί είναι;
Γεώργιος Σιδηρόπουλος Παν/μιο Αγαίου
ΆρθΡο δημοσιευμένο στα Ιστορικογεωγρφικά τ. 16-17 (2018) 82-89


Επικρατεί η άποψη ότι όταν μελετάμε κάποιο τοπωνύμιο σε παρελθόντα χρόνο, κάνουμε Ιστορική Γεωγραφία. Είναι όμως πραγματικά έτσι; 

Η πρώτη πτυχή της ιστορικής γεωγραφίας, συνίσταται στην επικέντρωσή της στην ιστορική διάσταση του σημερινού κόσμου. Αυτός της ο χαρακτήρας όμως, συνιστά προσέγγιση που δεν διαθέτει κάποιο ειδικό αντικείμενο. Δηλαδή η Ιστορική Γεωγραφία αρχικά αποτελεί μία επιστημονική μεθοδολογία  (Levy-Lusaault 2003 565). Όταν όμως η συγκεκριμένη μεθοδολογία τίθεται στην υπηρεσία της μελέτης ενός τόπου, αποκτά αντικείμενο και γίνεται η Ιστορική Γεωγραφία του αντικειμένου που μελετά: Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδας, Ιστορική Γεωγραφία του Δρόμου του Μεταξιού, η Ιστορική Γεωγραφία της πόλης Τενοτσιτλάν... 

Πώς θα ορίσουμε την Ιστορική Γεωγραφία;

Η Ιστορική Γεωγραφία αποτελεί τομέα της ανθρωπογεωγραφίας που ασχολείται με τις γεωγραφίες του παρελθόντος και πως αυτό το γεγονός επηρεάζει τις γεωγραφίες του παρόντος και το μέλλοντος (Gregory κ.α. 2009 337). Είναι μια μελέτη του «ιστορικού παρόντος» στο οποίο ο γεωγράφος πρέπει να προσπαθήσει να θέσει τον εαυτό του σε πεπερασμένο χρόνο, να προσπαθήσει και να κατανοήσει στο σύνολό της, την γεωγραφία της εποχής, και να δοκιμάσει να την αποκαταστήσει, αναφέρει ο Μackinder (στο  Wooldridge - Gordon East 1967). Δηλαδή η Ιστορική Γεωγραφία, αποτελεί αποκατάσταση του γεωγραφικού καθεστώτος μιας δεδομένης περιόδου, με τη χρήση ιστορικών πηγών. Πρόκειται για την μελέτη της εξέλιξης της γεωγραφικής κατάστασης, από χρονική περίοδο σε περίοδο. Το ενδιαφέρον της όμως δεν στρέφεται απλά στη γεωγραφία του παρελθόντος, αλλά και στις αλλαγές των γεωγραφικών πρότυπων της εποχής (Higounet 1982).

Αν δούμε τον όρο Ιστορική Γεωγραφία, από γραμματικής πλευράς, η ανάλυση μας λέει ότι το κύριο όνομα είναι η λέξη Γεωγραφία, ενώ το Ιστορική είναι απλά ο επιθετικός προσδιορισμός. Άρα ο κυρίαρχος παράγοντας, στο δίδυμο Ιστορίας(κή) και Γεωγραφίας, είναι η Γεωγραφία και κατά συνέπεια για να προσδιορισθεί το πλαίσιο της, βασική και αναγκαία απαίτηση είναι η γνώση για του τι είναι η ίδια η γεωγραφία.

Τι είναι η γεωγραφία;

Η επιστημολογία εντάσσει την γεωγραφία στις κοινωνικές επιστήμες. Αρκετές εθνικές σχολές γεωγραφίας κατατάσσουν τη γεωγραφία συγχρόνως και στις ανθρωπιστικές. Οι κοινωνικές επιστήμες έχουν αντικείμενο τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ οι ανθρωπιστικές επιστήμες μελετούν τους ανθρώπινους πολιτισμούς, την ιστορία και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους, τον τρόπο ζωής και την ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του.

Οι ανθρωπιστικές / κοινωνικές επιστήμες αντιδιαστέλλονται με τις φυσικές επιστήμες, διότι έχουν αντικείμενο όχι την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε αντίθεση με τις ανθρωπιστικές/κοινωνικές, οι φυσικές επιστήμες ακολουθούν την επιστημονική μέθοδο, με τη διεξαγωγή παρατηρήσεων, πειραμάτων και τον σχηματισμό υποθέσεων και εντάσσονται στις θετικές επιστήμες, αν και καμία επιστήμη δεν εξαιρείται από την έννοια αναζήτησης τους ακριβούς (exact), εφόσον αναζητά τη μοναδική αλήθεια. Κύριο κοινό ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες είναι η μέθοδος που πρέπει να ακολουθήσουν για να επιτύχουν μια σχετική αντικειμενικότητα.

Η γεωγραφία ως επιστήμη προσεγγίζει τη συμπεριφορά, την εξέλιξη των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στον χώρο. Ο κάθε χώρος ακολουθεί δυο δυναμικές διαφορετικής τάξης: τη δυναμική των φυσικών φαινομένων (Φυσική Γεωγραφία) και τη δυναμική της εξέλιξης των ανθρώπινων φαινομένων (Ανθρωπογεωγραφία). Αυτό το δισυπόστατο φαίνεται διχαστικό ως προς τον χαρακτήρα της Γεωγραφίας που εμφανίζεται να ασχολείται και με το φυσικό περιβάλλον, ως κοινωνική επιστήμη. Η γεωγραφία δηλαδή απλά, προστρέχει στην βοήθεια της φυσικής γεωγραφίας για να ερμηνεύσει την ανθρώπινη δράση αλλά δεν την μελετά αυτή καθεαυτή, δεν είναι το αντικείμενό της.

Ιστορική Γεωγραφία, είναι η “κοινή” ανθρωπογεωγραφία ειδωμένη απλά στο παρελθόν

Σε κάθε περίπτωση η προσέγγιση του γεωγραφικού γίγνεσθαι μέσα στο χρόνο, ξεκινά πάντα από το παρόν. Για να είναι εφικτή η ερμηνεία των συμβαινόντων στη διαχρονία ξεκινά κανείς από τις σημερινές αναφορές σε κάθε βασικό πεδίο (πληθυσμικά, οικονομικά, οικιστικά) και τις υποδιαιρέσεις του. Οι αναφορές που διαθέτουμε σε κάθε επιστημονικό πεδίο είναι κατά κύριο λόγο οι σύvχρονες. Διότι κυρίως έχουμε γνώση, εμπειρία της υπάρχουσας κατάστασης και των σημερινών επιστημονικών αναλύσεων. Αυτή την εμπειρία σε δεύτερο χρόνο, θα πρέπει να την κάνουμε αναγωγή σε χρόνο παρελθόντα. Η αναγωγή αυτή μετατρέπει όχι μόνο τον χαρακτήρα των ίδιων των ζητουμένων αλλά συχνά και το όνομα τους. Στην μελέτη των οικονομικών μηχανισμών λειτουργίας μίας μεσαιωνικής κοινωνίας και αναζητώντας για παράδειγμα τους τρόπους μεταβίβασης κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, θα αναζητήσουμε, με τα δικά μας σημερινά δεδομένα, τον όρο παροχές και επιδοτήσεις, για θα καταλήξουμε σε αυτό που αντιστοιχούσε σ’ αυτές, εκείνη την εποχή, δηλαδή την ελεημοσύνη και την δωρεά (Cipolla 1988 34-39).

Η Ιστορική Γεωγραφία στα πλαίσια την Γεωγραφίας είναι μία από τις προσεγγίσεις, όπως η πολιτική γεωγραφία, η οικιστική, η κοινωνική κ.λπ. Είναι δηλαδή μία συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου της γεωγραφίας με τα ιδιαίτερά εργαλεία της. Όμως υπάρχει κάτι που την κάνει ιδιαίτερη, ιεραρχικά αλλά και αξιολογικά υπέρτερη ως προς τις άλλες. Ενώ οι άλλες ασχολούνται με μια από τις πολλές προσεγγίσεις δεν συμβαίνει αυτό με την Ιστορική Γεωγραφία.

Η Ιστορική Γεωγραφία καλείται να ασχοληθεί σφαιρικά και ολοκληρωμένα, όχι με μία μόνο από τις κατευθύνσεις της γεωγραφίας αλλά με όλες συνολικά. Απλά αυτή της η σφαιρική προσέγγιση έχει την ιδιαιτερότητα να αναφέρεται στο παρελθόν. Πρόκειται για «μία απόλυτα γεωγραφική, συγχρονική, προσέγγιση της κοινωνίας και το μόνο που την ξεχωρίζει από οπουδήποτε άλλη μορφή γεωγραφίας είναι ότι ενδιαφέρεται για το χώρο που αυτή αναπτύσσεται στο παρελθόν» (Grataloup στο Boulanger κ.α. 2005 7). Η Ιστορική Γεωγραφία είναι απλά «αναδρομική ανθρωπογεωγραφία» τονίζει ο Dion, ενώ «σε κάθε περίπτωση κάθε γεωγραφία είναι ιστορική γεωγραφία και αντίστροφα»  (Santos στο Boulanger κ.α. 2005 8).

Δηλαδή για να έχουμε μία συνολική εικόνα της ιστορικής γεωγρφίας μίας περιόδου για έναν τόπο, δεν μπορούμε να περιοριστούμε μονο σε ζητήματα, για παράδειγμα, οικονομικής γεωγραφίας (τομείς απασχόλησης, μεταφορές, δίκτυα, πόροι κλπ), αλλά θα επρεπε για την ίδια περίοδο, να σαρώσουμε το σύνολο των παραμέτρων που συνιστούν ένα γεωγραφικό καθεστώς στο οποίο μία μόνο από τις παραμέτρους είναι η οικονομική γεωγραφία. Δηλαδή οφείλουμε να προσεγγίσουμε το αντικείμενο μέσω του συνόλου των αξόνων της γεωγραφίας (πληθυσμός, γεωγραφία, κατοικία), για να αποκαταστήσουμε την γεωγραφική κατάσταση της όποιας περιοχής.

Πληθυσμός, οικονομία, κατοικία, συν το φυσικό πλαίσιο και ο σχεδιασμός:  βασικοί άξονες μελέτης της γεωγραφίας και ταυτόχρονα της Ιστορικής Γεωγραφίας

Η γεωγραφία του πληθυσμού εστιάζεται στην επιστημονική μελέτη του πληθυσμού, τη χωρική κατανομή του και την πυκνότητά του, εξετάζει την αύξηση και μείωση του πληθυσμού, την κινητικότητα μέσα στον χρόνο, τα οικιστικά μοντέλα, την εγκατάσταση και το πώς οι άνθρωποι διαμορφώνουν τον γεωγραφικό χαρακτήρα ενός τόπου. Η γεωγραφία του πληθυσμού είναι στενά συνδεδεμένη με τη δημογραφία. 
Η οικονομική Γεωγραφία είναι η μελέτη της θέσης, κατανομής και της χωροταξικής οργάνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στον χώρο. Τα ζητήματα άπτονται, μεταξύ άλλων: της θέσης της οικονομικής παραγωγής, τις οικονομίες των οικισμών, των μεταφορών, του διεθνούς εμπορίου και της ανάπτυξης, της ακίνητης περιουσίας, εθνικών οικονομιών, θεωριών κέντρου-περιφέρειας, οικονομικών της αστικής μορφής, σχέσεων ανάμεσα στο περιβάλλον και την οικονομία, κ.λπ.
Η γεωγραφία της κατοικίας, αναφέρεται στον τρόπο ομαδοποίησης την ανθρώπινης εγκατάστασης (πόλη, χωριό, οικισμός), και στη διαδικασία εγκατάστασης ή διαμονής σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, από άτομα ή ομάδες ανθρώπων από άλλα μέρη. Διερευνά την δομή και το σχήμα της περιοχής του οικισμού και των ανθρώπινων διαδικασιών και διακανονισμών.

Την πιο πάνω βασική δομή (πληθυσμός, οικονομία, κατοικία), ως συνοδευτικά πεδία για την κατανόηση και ανάλυση των κοινωνικών δεδομένων επί του χώρου, συμπληρώνουν η φυσική γεωγραφία και ο σχεδιασμός.

Στο πλαίσιο της Γεωγραφίας (κοινωνική επιστήμη), η φυσική γεωγραφία (θετική επιστήμη), σχετίζεται αυστηρά με τη μελέτη των φυσικών φαινομένων υπό το πρίσμα τής ερμηνείας, ανάλυσης και συμβολής των, για την κατανόηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, εξού και συμπερίληψή της σε μια κοινωνική επιστήμη, την γεωγραφία. Η φυσική γεωγραφία δεν συμμετέχει (στα πλαίσια της ανθρωπογεωγραφίας), παρά για να φωτίσει τις συνθήκες ζωής των διαφόρων ανθρώπινων ομάδων και την μορφή και το βαθμό κυριάρχησης, στον χώρο τους (George 1989 12). Είναι με απλά λόγια το σκεύος στο οποίο απλώνεται, η υπό μελέτη, ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι παραλλαγές της μορφής του σκεύους ωθούν την δραστηριότητα να λάβει διαφορετικό όγκο και σχήμα και την δυναμικής της να εκφραστεί κάθε φορά διαφορετικά. 
Ο σχεδιασμός (εφαρμοσμένη έρευνα), ως παρέμβαση του ανθρώπου στον χώρο, αποτελεί το άλλο βασικό συμπληρωματικό πεδίο της γεωγραφίας, ο οποίος είναι εξ ορισμού μία περιγραφική[1] επιστήμη (βασική έρευνα). Αλλά τα ενδιαφέροντα του γεωγράφου επεκτείνονται όχι μόνο στις κατανομές και τις αλληλεπιδράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητα στο χώρο, στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Μέσα στα πλαίσια, η γεωγραφία εντάσσει τον σχεδιασμό στα άμεσα συμπλέοντα επιστημονικά πεδία της Ιστορικής Γεωγραφίας.   

Σήμερα τα σχέδια προγραμματισμού έχουν διαφορετικές διάρκειες (ετήσια, πενταετή) και μπορούν να αφορούν περιοχές διαφορετικής κλίμακας (διακρατική, εθνική, περιφερειακή, αστική). Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για σχεδιασμό στη διαχρονία; Άλλες φορές ναι και άλλες όχι. Όταν υπάρχουν συντεταγμένοι κρατικοί θεσμοί, ο σχεδιασμός συναντάται περίπου με τους σημερινούς όρους. Ο Ιουστινιανός, καταφέρνει να ανασυστήσει το όραμα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας μέσω ενός χωροταξικού προγράμματος ανασύστασης των πόλεων (renovatio imperii) (Σιδηρόπουλος 2015 93). Όμως συχνά όταν αναφερόμαστε στο σχεδιασμό σε ιστορικό χρόνο, για εθνικές ή περιφερειακές οντότητες χαμηλότερης κοινωνικο-οινονομικής στάθμης, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αντιστοιχίες που σχετίζονται με τις βλέψεις, τα οράματα, τις πρακτικές εφαρμογής μη ομολογούμενων και μη καταγραμμένων παρεμβάσεων. 

Ο στόχος να αποκατασταθούν συνάφειες χωρικές, πληθυσμιακές, οικονομικές, κοινωνικές... δεν είναι πάντα εύκολος γιατί είναι πολυδιάστατος. Εξ ού και ανάγκη προσφυγής σε εργαλειακές προσεγγίσεις που είναι οι ίδιες διαφοροποιημένες: ποιοτικές, στατιστικές, γραφικές, χαρτογραφικές των οποίων τα αποτελέσματα θα συγκριθούν και θα ενσωματωθούν. Σήμερα ο ιστορικός γεωγράφος όχι μόνο κάνει χρήση ευρύτερων εργαλείων των κοινωνικών επιστημών αλλά και μερικών που είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένα και βρίσκονται σε άλλα επιστημονικά πεδία. Πολλά από αυτά τα εργαλεία έρχονται όλο και πιο κοντά στις ειδικές ανάγκες της γεωγραφίας. Η στατιστική ανάλυση μετακινείται προς την γεω-στατιστική, η χαρτογραφική οπτικοποίηση στη γεω-οπτικοποίηση κλπ.).
Η γεωστατιστική,  εστιάζει το ενδιαφέρον της σε χωρο-χρονικά δεδομένα και ενσωματώνει εργαλεία όπως τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS). Όλα τα χωρικά φαινόμενα μπορούν να μελετηθούν με τη χρήση γεωστατιστικής. Εφαρμόζεται σε κλάδους της γεωγραφίας, όπως την επιδημιολογία, την ανάπτυξη του εμπορίου, τον σχεδιασμό στρατιωτικών επιχειρήσεων, την ανάπτυξη χωρικών δικτύων κ.ά.  
Η γεωοπτικοποίηση αφορά την οπτικοποίηση γεωγραφικών γνώσεων και αναφέρεται σε μια σειρά από εργαλεία και τεχνικές για την ανάλυση γεωχωρικών δεδομένων με στατικό και διαδραστικό τρόπο. Η γεωγραφική οπτικοποίηση χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό δεδομένων και εργαλεία απεικόνισης υπολογιστή για να δώσει τη δυνατότητα θέασης, εξερεύνησης και διερεύνησης του γεωγραφικού χώρου με τρόπους που μέχρι πριν δεν ήταν δυνατοί. Οι εκτυπωμένοι και οι ψηφιακοί χάρτες, οι χάρτες κίνησης, οι διαδραστικοί χάρτες, τα τρισδιάστατα εικονικά περιβάλλοντα είναι μερικοί από τους τύπους γεωοπτικποίησης που συνδέονται άμμεσα πλέον με την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας.

Τι διαφοροποιεί την Ιστορική Γεωγραφία ως κλάδος της γεωγραφίας από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής; 

Αυτά που διαφοροποιούν την γεωγραφία από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες:

Ο χάρτης είναι ένα «αντικείμενο» με συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, που γίνεται αντιληπτός οπτικά. Αποτελεί για μία μελέτη γεωγραφίας το κατ’ αξοχήν τεκμήριο. Αποτελεί το σημείο εκίνησης αλλά και το αποτέλεσμα, την τελική έκβαση. Τα μηνύματά του, απευθύνονται μονοσήμαντα προς μια μόνο κατεύθυνση θέλοντας να αναδείξουν σχέσεις τάξης, ομοιότητας και αναλογίας. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων (οπτικές μεταβλητές), που θα επιτρέψουν στην χαρτογραφική εικόνα να αποκτήσει τα απαραίτητα γεωγραφικά χαρακτηριστικά για να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο (Σιδηρόπουλος 2006).

Η γεωγραφία αναζητά την χωρική πληρότητα και συνέχεια. Είναι από αυτή την πληρότητα που ξεχωρίζει από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και υλοποιείται μέσω του χάρτη. Ο χώρος του γεωγράφου οφείλει να σαρωθεί οριζόντια. Δηλαδή να καταγράψει και να μελετήσει, ότι συναντά μέσα σε ένα γεωγραφικό πλαίσιο. Τόσο τις πυκνώσεις δεδομένων των φυσικών, και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά επίσης και τα κενά. Τα κενά αποτελούν για τον γεωγραφικό χώρο ότι οι παύσεις στην μουσική. Αποτελούν ενεργό και ζωτικό χώρο της γεωγραφίας. Δεν καταγράφεται άρα μόνον ότι είναι ζωντανό αλλά επίσης και αυτό που εμφανίζεται ως έχων μηδενική δυναμική. 

Η γεωγραφία είναι επιστήμη μελέτης χώρων μεγάλης κλίμακας. Η διαχείριση της μεγάλης κλίμακας σημαίνει προσέγγιση υπό ορισμένους όρους και με συγκεκριμένη μεθοδολογία. Σημαίνει μεγάλες ποσότητες: μεγάλες βάσεις στατιστικών δεδομένων που αφορούν συστήματα πόλεων, σειρές εισροών και εκροών, σύνολα διοικητικών διαιρέσεων κλπ. Αυτό σημαίνει ότι για την αντιπροσωπευτικότητα της ανάλυσης, απαιτείται η δυνατότητα άριστης «κύκλωσης» του συνολικού υλικού, πράγμα που απαιτεί την γνώση των μεθόδων και των εργαλείων επεξεργασίας δεδομένων, σε μεγάλες κλίμακες.

Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν στην ιστορική γεωγραφία: χρόνος, περίοδοι, χρονικότητες... 

Οι συμβατικές ιστορικές περίοδοι, αρχαία, μεσαιωνική, μοντέρνα, σύγχρονη στην πράξη ισχύουν μόνο για την Ευρώπη. Η περίοδος της Αρχαιότητας για παράδειγμα, αντιστοιχεί σε ένα σύνολο κοινωνιών της Μεσογείου στη διάρκεια μερικών αιώνων, οι οποίες έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως οι πόλεις κράτη. Δεν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι η Αρχαιότητα είναι μία περιοχή του κόσμου ή ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος μια ιστορική έννοια. Άλλο κακώς εννοούμενο, είναι ότι οι κοινωνίες περνούν από τα ίδια στάδια ανάπτυξης, αν και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Αυτή η μοντελοποίηση, στηρίζεται στην ιδέα ότι όλος ο κόσμος ακολουθεί μία και νόνο πορεία προόδου, προς περισσότερη δημοκρατία, μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, κλπ. Αυτό  όμως το μοντέλο λειτούργησε στη Δύση, ενώ οι άλλες χώρες αναμένεται να το κάνουν... Στη Κίνα, για παράδειγμα, τα μοντέλα εξέλιξης δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Η λογική της πορείας των διαφόρων λαών και των περιοχών του κόσμου δεν μπορεί κατά συνέπεια να ερμηνευτεί παρά μόνο λαμβάνοντας υπόψη την γεωγραφική τους θέση. Όλες οι ιστορίες έχουν την δικιά τους γεωγραφία.  Χώρος και χρόνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες και υπό αυτό το πρίσμα οφείλουν να μελετώνται (Grataloup 2011).

Ποια όμως είναι η αντιμετώπιση του χρόνου από την γεωγραφία; Συνήθως είναι η ιστορία που τεμαχίζει τον χρόνο, η γεωγραφία αντίθετα ανασυνθέτει τα γεωγραφικά τεμάχια που εντάσσονται μέσα στις στις φέτες που ορίσθηκαν από τον ιστορικό. Ο χρόνος της ιστορίας δεν ικανοποιεί σε όλα τα επίπεδα την γεωγραφία. Διότι η περιοδικότητα της ιστορίας δεν επιτρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητή η γεωγραφία (Claval στο Boulanger κ.α. 2005 46). Με δύο τρόπος πραγματεύεται η γεωγραφία την χρονικότητα. Επιλέγει μία από τις χρονικές στιγμές και συνθέτει έναν «πίνακα» με αυτό που ήταν την δεδομένη στιγμή η περιοχή (κάθετη: η συγχρονική λογική), και σε δεύτερο χρόνο παρουσιάζει την συνέχεια περισσότερων τέτοιων χρονικών στιγμών αποκαθιστώντας την ροή μεταξύ πολλών διαφορετικών εικόνων (οριζόντια: η διαχρονική λογική).

Και τις δύο αυτές τεχνικές χρησιμοποιεί ο (ιστορικός) γεωγράφος Ντάρμπυ (Darby),  στο βιβλίο του Νέα Ιστορική Γεωγραφία της Αγγλίας (1976), αλλά συγχρόνως κάνει και κάτι ακόμα, ιδιαίτερα σημαντικό. Δουλεύει σε άλλου είδους χρονικότητες (χρονικότητα: μία από τις στιγμές μίας χρονικής αλληλουχίας), από αυτές που συνηθίζονταν μέχρι τότε, αυτήν με ιστορική-χρονική κατάτμηση. Οι δικές του χρονικότητες σχετίζονται με τις μορφές καλλιεργειών και τα πρώτα ήδη αποξήρανσης των βάλτων που σχετίζονται με αυτές. Δηλαδή δεν εγκλωβίζεται πλέον στις περιοδικότητες που προτείνονται από την ιστορία αλλά χρησιμοποιεί περιόδους που χαρακτηρίζουν την λειτουργία του χώρου, περιόδους που χαρακτηρίζουν τα ίδια τα γεωγραφικά φαινόμενα: χρόνοι καλλιέργειας, περίοδος αποξήρανσης κλπ.

Βασικό ζήτημα στη ανασύσταση της γεωγραφικής κατάστασης είναι επίσης η πληρότητα των δεδομένων. Γεγονός που είναι εφικτό για την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας τον 19ο και 20ο αιώνα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όσο κατεβαίνουμε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. Δεν γίνεται λόγος πλέον για τη σύσταση χρονοσειρών, αλλά για διάσπαρτα δεδομένα και βέβαια όχι δημιουργημένα με τα ίδια μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και συστηματική καταγραφή και ανανέωση. Πολύ συχνά ο γεωγράφος είναι υποχρεωμένος να αρκεστεί σ’ αυτό το ελάχιστο υλικό που του προσφέρει η φθορά του χρόνου. Το ίδιο όμως διαφορετικά, ασύνδετα μεταξύ τους, εμφανίζονται και τα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά. Τον 16ο αιώνα για παράδειγμα οι Οθωμανοί στηρίζουν την φορολογική τους πολιτική στον καπνικό φόρο, θεωρώντας ως ασφαλέστερο τρόπος απογραφής τον καπνό που αναδύεται από τις εστίες κάθε κατοικίας.

Σε μία μελέτη Ιστορικής Γεωγραφίας σημαντικότατο ζήτημα είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στις συγχρονικές τομές. Πρέπει να βρεθούν οι μεταλλάξεις, πράγμα που είναι εύκολο μόνον όταν οι γεωγραφίες των διαφορετικών συγχρονικών τομών έχουν δομηθεί με παρόμοια μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και στη συνέχεια πρέπει να αναδειχθεί η διαδικασία υλοποίησης και να ερμηνευτούν οι αλλαγές. Αυτές όμως οι αλλαγές δεν αφορούν γενικά ιστορικές περιόδους, αλλά δεδομένα που συνιστούν μία γεωγραφική κατάσταση, σε κάθε πιθανή εκδοχή (πληθυσμός, οικονομία, κατοικία, φυσικό υπόβαθρο, σχεδιασμός).

Όλοι οι θεωρητικοί της γεωγραφίας και της Ιστορικής Γεωγραφίας συμφωνούν ότι ο χρόνος της γεωγραφίας δεν είναι ο ίδιος με αυτόν της ιστορίας (Claval στο Boulanger κ.α. 2005). O Trochet (1998 5) προτείνει μία κατανομή εθνολογικού χαρακτήρα, που έχει σαν μέτρο τον χρόνο εξέλιξης των παραδοσιακών κοινωνιών μέχρι αυτόν της ανατροπή που επιφέρει η σύγχρονη εποχή (societies traditionelles). Ο μαρξιστής γεωγράφος Milton Santos, ανάγει τη χρονικότητα, στο τρίπτυχο οικονομική, πολιτικο-νομική, ιδεολογική δομή, που του επιτρέπει την συγχρονική και διαχρονική μελέτη των κοινωνιών στην χωρική τους μορφή, ...«εφόσον η χρονική διαφορά μεταξύ των τριών φέρει αφ εαυτού μία ιστορική δυναμική» (Boulanger κ.α. 2005 8). Αλλά και άλλοι γεωγράφοι τόσο σε θεωρητικό όσο και σε επίπεδο εφαρμογής, δημιουργούν χρονικές ενότητες ανάλογα με τις θεωρητικές τους καταβολές: κατά κοινωνικο-οικονομικές περιόδους (J. Sion), σε σχέση με την χωροθέτηση του χώρου και του αγροτικού τοπίου (Roge Dion) ή κατά τη πολιτισμική προσέγγιση (M. Abrew, D. Grogrove). Ο Baker χρησιμοποιεί ως χρονικότητες, την κοινωνική ζωή των κεντροδυτικών επαρχιών της Γαλλίας αναλύοντας τις φιλαρμονικές ορχήστρες, τις επιτροπές των εορτών ή τους εθελοντές πυροσβέστες (Baker 1999)! Με αυτόν το τρόπο βρίσκεται κανείς πολύ κοντύτερα στην χρονογεωγραφία του Χάνγκερσταντ (Hagerstrand),οπ ου χρησιμοπούνται απόλυτα καθαρά γεωγραφικές χρονικότητες.
Ο Χάνγκερσταντ, εισάγει την έννοια του χωρο-χρόνου, χωροχρονική γεωγραφία (time geography), στη γεωγραφία, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η χωρο-χρονική διαδρομή του Hagerstrand δείχνει την κίνηση ενός ατόμου στο χωρο-χρονικό περιβάλλον με τους περιορισμούς που του επιβάλλονται από τους δυο παράγοντες: χώρος και χρόνος. 

Οι ιδιαιτερότητες των των χρονικοτήτων

Τα ζήτημα πληροφορίας δεν είναι παντού ή ίδια. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το χρόνος μελέτης της Ιστορικής Γεωγραφίας μπορεί να είναι μια χρονική στιγμή που χάνεται στα βάθη της ιστορίας όσο και μία άλλη, ελάχιστα πίσω από την τρέχουσα πραγματικότητα. Αυτοί που ασχολούνται με νεότερα θέματα που εγγίζουν τις παρυφές των δύο τελευταίων αιώνων, κυρίως τη Βόρεια Ευρώπη και στην Αμερική, έχουν να αντιμετωπίζουν διαφορετικά ζητήματα. Η έναρξη του ιστορικού τους χρόνου, είναι πιο πρόσφατη και κατά συνέπεια και η συνέχεια των εθνικών τους διοικητικών δομών, σχετικά συνεχής μέχρι σήμερα. Αυτό δίνει την δυνατότητα σε συστηματικές καταγραφές αλλά και σε υλικό που έχει υποστεί σχετικά μικρές διαρροές και μπορεί να ανασυσταθεί χωρίς μεγάλες απώλειες.
Αντίθετα στις μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας παλαιότερων εποχών, τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα κερματισμένα, τυχαία, με όχι ίδιες τεχνικές προδιαγραφές συλλογής και απροσδιόριστο κύκλο καταγραφής. Οι μελέτες τόσο συγχρονικές όσο και διαχρονικές αυτών των εποχών και περιοχών, παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερη δυσκολία, για την κάθετη ή οριζόντια  ανασύσταση της γεωγραφικής κατάστασης. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η μελέτη εστιάζεται σε μεγάλη διάρκεια και ευρείς γεωγραφικούς χώρους, ο χρονισμός πλησιάζει αυτόν της ιστορίας και απομακρύνεται, από αυτόν, των καθαρά χωρικών φαινομένων (Claval στο Boulanger κ.α. 2005 46).

Σ’ ανάλογες περιπτώσεις επίσης, το μέρος των υποθέσεων, που καλείται να συμπληρώσει τα κενά ανάμεσα στις περιόδους, για να αποκατασταθεί η συνέχεια, είναι μεγαλύτερο. Τέτοια περίπτωση αποτελεί χώρος των Ελλήνων, ο οποίος λόγω της μεγάλης διάρκειας ανάπτυξης στον χώρο και στον χρόνο, παρουσιάζει μεγάλη αποσπασματικότητα, ανόμοιες μεθοδολογίες συλλογής, ενώ η απώλεια υλικού είναι πολύ μεγάλη, κατά περίπτωση. Αντίθετα το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, όπου η εθνική της συνέχεια είναι σχετικά αδιατάραχτη τις τελευταίες εκατονταετίες, η συστηματικότητα των δεδομένων, επιτρέπει την κατάρτιση σχεδόν ολοκληρωμένων στατιστικών χρονοσειρών. Ένα από τα αποτελέσματα αυτού του γεγονότος είναι η περίπτωση του επτάτομου Μεγάλου Κτηματολογίου του 1088 (Domensaay book), που χρησιμοποίησε ο Darby, για να αναβιώσει της γεωγραφία της Αγγλίας του Γουλιέλμου του Κατακτητή και το οποίο αποτελεί  μία λεπτομερή περιγραφή που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της επικράτειας.  Ο Ντάρμπυ δεν κρύβει τον ενθουσιασμό για την ανέλπιστη έκταση των δεδομένων που ανακαλύπτει. “Και ο γεωγράφος, καθώς γυρίζει τα φύλα, με τα στοιχεία του πληθυσμού, των αρόσιμων γαιών, τα δάση, τα λιβάδια και τους άλλους πόρους, δεν μπορεί παρά να είναι ενθουσιασμένος με την τεράστια ποσότητα πληροφοριών που περνάει μπροστά στα μάτια του” (Darby 1977 12). 

Γενικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις  

Μία πρώτη ιδιαιτερότητα της γεωγραφίας είναι ότι χρησιμοποιεί ετερογενή διαχρονικά δεδομένα, κατά συνέπεια είναι μεθοδολογικά αναγκαστικά ετερογενής. Η γεωγραφική έρευνα προστρέχει διαδοχικά στις μεθόδους εκείνων των επιστημών με τις οποίες καλείται να συνεργαστεί. Aλλά εκτός αυτού ο γεωγράφος είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος, για να μελετήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο, να πάει πίσω στο χρόνο, υιοθετώντας την ιστορική μέθοδο (George 1979). Ο Baker, λέει ότι κανένας τομέας έρευνας δεν ανήκει αποκλειστικά στην Ιστορική Γεωγραφία. Αυτή μοιράζεται τις μεθόδους έρευνάς της, με τις μελέτες της ιστορίας και την προβληματική της ερευνάς της, με τις μελέτες της γεωγραφίας (Baker στο Boulanger κ.α.  2005 20). Μερικά συστήματα παιδείας, όπως αυτό της Γαλλίας, ορμώμενα από αυτή την αναγκαία ζεύξη, έχουν ενώσει τα δύο επιστημονικά πεδία σε ένα, σε σπουδές με τίτλο ιστορίας-γεωγραφίας.

Ιστορική Γεωγραφία μια γεωγραφία, που λαμβάνει χώρα, στο παρελθόν

Ο Ιστορικός γεωγράφος ακολουθεί την μελέτη του χώρου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάνει ένας γεωγράφος για την μελέτη του σήμερα (Mitchel  1967 18). Η μελέτη του παρελθόντος, στο παρόν στην πράξη επιβεβαιώνει οτι οποιαδήποτε γεωγραφία είναι ιστορική γεωγραφία. Αυτό επιβάλει στον μελετητή να εστιάσει περισσότερο στο παρόν παρά στο παρελθόν. Η χρήση του παρελθόντος γίνεται για την κατανόηση του παρόντος και η έμφαση στην μεθοδολογία δίνεται στην μελέτη της σύγχρονης γεωγραφίας περισσότερο από αυτή της ιστορικής (Baker 2003 33).
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη ανάλυση του γεωγραφικού χώρου, οφείλει μία διαδικασία να προχωρήσει έχοντας σαν πρότυπο το κλασικό πλαίσιο της ανθρωπογεωγραφίας (φυσικογεωγραφικό πλαίσιο, πληθυσμιακή, οικονομική, οικιστική γεωγραφία, σχεδιασμός). Το ίδιο ακριβώς σχήμα σαν σχάρα, θα πρέπει να μεταφερθεί(εται) πίσω στο χρόνο για την έρευνα, την ανάλυση και την μοντελοποίηση του ιστορικού χώρου. Δηλαδή το ίδιο μοντέλο έρευνας ισχύει και στην σύγχρονη αλλά και στην Ιστορική Γεωγραφία. Η Ιστορική Γεωγραφία είναι απλά μια αναδρομική Αθρωπογεωγραφία, επαναλαμβάνει ο Dion (1989 117).

Αυτό που διαφοροποιεί την μία (σύγχρονη), από την άλλη (ιστορική), είναι η ποσότητα της πληροφορίας που μπορούμε να έχουμε ανά χείρας για την μελέτη του αντικειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, τη σύγχρονη εποχή, το πληροφοριακό υλικό, μετά και την ανατρεπτική συμβολή των ψηφιακών τεχνολογικών, είναι ιδιαίτερα μεγάλο και το ζήτημα τίθεται πλέον σε επίπεδο διαχείρισης, ενώ στην περίπτωση της ιστορικής γεωγραφίας σε κάθε περίπτωση είναι ελλιπές και το κυρίαρχο ζήτημα είναι η επαρκής συμπλήρωση της συνέχειας των δεδομένων.

Παράλληλα τίθεται ένα εύλογο γενικό ερώτημα, αν παντού τοποθετείται η ίδια σχάρα ανάλυσης, είναι δυνατόν να εξάγονται διαφορετικά αποτελέσματα για κάθε ξεχωριστή περιοχή; Η απάντηση είναι σαφής. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα διότι αρχικά οι τρεις βασικές (συν δύο), κατευθύνσεις, απαρτίζονται από πολλές υποκατηγορίες. Για παράδειγμα, στη μοντελοποίηση που χρησιμοποιεί στην Ανθρωπογεωγραφία του ο Derruau (1978), η οικονομική γεωγραφία, συγκροτείται από την αγροτική γεωγραφία (στις ζώνες ερήμου, ισημερινού, μεσογειακή ζώνη... της κολεκτιβιστικές μορφές γεωργίας, τους αγροτικούς οικισμούς), τις μη γεωργικές δραστηριότητες (αλιεία, γεωγραφία της βιομηχανίας, τριτογενής δραστηριότητες, εμπόριο, εμπόριο, τουρισμός), την κυκλοφορία (χερσαία, θαλάσσια, αεροπορική, τηλεπικοινωνίες, δίκτυα...). Όπως γίνεται αντιληπτό για την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας μίας περιοχής σαν την Αθήνα, ή θα παρέμεναν για εύλογους λόγους, ενεργές μόνο μία σειρά από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις, και σε κάποια άλλη πόλη, αυτές θα αναπτύσσονταν ανάλογα με την σημαντικότητά τους. Κάθε τόπος δηλαδή είναι αναπτυγμένος διαφορετικά. Σε άλλους τομείς περισσότερο, σε άλλους λιγότερο και άλλους καθόλου. Συνεπώς η σχάρα διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Άλλες κατηγορίες εξαλείφονται άλλες διογκώνονται, άλλες υπάρχουν τυπικά, με αποτέλεσμα πάντα να αναδύεται μία νέα  περιφερειακή ταυτότητα για τον κάθε τόπο.

Η προσφυγή σε προτυποποιήσεις, γενικά και επί μέρους

Απώτερος στόχος σε μία μελέτη Ιστορικής Γεωγραφίας είναι η (ανα)σύσταση του γεωγραφικού καθεστώτος μια περιοχής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η Ιστορική  γεωγραφία ενδιαφέρεται όχι απλά για τη γεωγραφία του παρελθόντος, αλλά για τις αλλαγές στα γεωγραφικά πρότυπα της εποχής. Αυτό στην πράξη σημαίνει την αναζήτηση γενικευμένων νόμων (προτύπων, μοντέλων), που διέπουν την λειτουργία ενός γεωγραφικού χώρου. Την τάση αυτή, της επιστημονικής γενίκευσης, πρότεινε ο γεωγράφος Schaefer, ενώ παράλληλα εκδηλώθηκε από τον Hartshorne, μία αντίστοιχη αντίρροπη, που αντιπρότεινε την  σημασία της εξαίρεσης για κάθε μοναδική περίπτωση. Η τελευταία άκουγε στο όνομα του εξεψιοναλισμοού (exeptionalisme), που τόνιζε τη δυσκολία γενίκευσης και αναζήτησης μοντέλων και γενικευμένων κανόνων και πριμοδοτούσε την αξιολόγηση της μοναδικότητας. Με την βοήθεια των ψηφιακών τεχνολογικών η δημιουργία μοντέλων έγινε, πολύ αργότερα από τον Schaefer, πιο προσιτή και εύκολη αλλά πρέπει πάντα ο γεωγράφος να έχει κατά νου την σχετική ανεπάρκεια τους και τον ενδεικτικό τους χαρακτήρα και «ότι δεν πρόκειται παρά ένα σημείο εκκίνησης και όχι μία αντιπροσωπευτική εικόνα της πραγματικότητας» (George 1970 9).

Ένα τέτοιο παράδειγμα προτυποποίησης αποτελεί η περίπτωση της μέσης κατοικίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Τα κύρια συστατικά ανασχεδιασμού, μίας πόλης είναι το ανάγλυφο και το αστικό υλικό που απαρτίζεται από τα μνημειακά συγκροτήματα, τις υποδομές και την μέση κατοικία. Το ανάγλυφο, τα μνημειακά κτίρια και οι υποδομές, συνήθως λόγω της ανθεκτικής φύσης τους, επιβιώνουν στον χρόνο. Το κύριο ζήτημα εντοπίζεται στην μέση κατοικία. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου πληροφορίες και αρχαιολογικά ευρήματα και η έλλειψη στοιχείων καθιστά αδύνατη την ανασύσταση της αλλά και κατ’ επέκταση την συνολική ανάπλαση-ανασχεδιασμό της πόλης. Επιτυχείς απόπειρες αποκατάστασης της μέσης κατοικίας, έχουν γίνει δυνατές μέσω, της τυποποίησης. Μελέτες έχουν προσωποποιήσει μια μεγάλη σειρά κλασικών πολεοδομικών καννάβων με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η δυνατότητα χρήσης τους όπου, υπάρχει αδυναμία ανασύστασης (Hoepfner 2005). Για την αρχαία Μίλητο, έργο του ίδιου του Ιππόδαμου, η αποκατάσταση, του ευρέως γνωστού πολεοδομικού της σχεδίου, έγινε δυνατή, μέσω της χρήσης προτύπων, ενώ στην πράξη μια μόνο κατοικία έχει ανασκαφεί (Sidiropoulos Sideris 2003)!   

Δύο διαφορετικές, συμπληρωματικές προσεγγίσεις: συγχρονία - διαχρονία

Οι ειδικοί ιστορικοί γεωγράφοι μελετούν μία ή περισσότερες πτυχές της γεωγραφίας ενός τόπου κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου της ιστορίας (συγχρονική προσέγγιση), ή μία μόνο όψη ή ένα μόνο στοιχείο στην εξέλιξη μιας περιοχής (διαχρονική προσέγγιση). Η συγχρονική προσέγγιση αποκαλύπτει τις συσχετίσεις μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια θέση σε μια δεδομένη στιγμή και τη ζωή μιας περιοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η διαχρονική προσέγγιση επικεντρώνεται στις διαδικασίες, καθώς και τη σκέψη και τις αλλαγές της ανθρώπινης δραστηριότητας που υπόκειται σε συγκεκριμένα γεωγραφικά πρότυπα. Αυτή μπορεί να νοηθεί, ως η ανασύσταση, μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, ενός «γεωγραφικού καθεστώτος», το οποίο μπόρεσε να διαφύγει από τον κόσμο της εποχής του. Είναι η ανασύσταση του γεωγραφικού παρελθόντος (Higounet 1982). Η οριζόντια προσέγγιση αποκαλύπτει την αλληλεπίδραση πολλών στοιχείων ενός τόπου σε μια συγκεκριμένη περίοδο και επίσης μελετά την ζωή μιας περιοχής σε μια δεδομένη στιγμή. Η κάθετη προσέγγιση δίνει έμφαση στις διαδικασίες  την ανθρώπινη σκέψης και τις δραστηριότητες τονίζοντας στις αλλαγές των γεωγραφικών πρότυπων  (Harris -Warkentin 1974). 

Δημιουργία αποτελεσματικών αρθρώσεων: Τι όμως συμπληρώνει τα κενά της πληροφορία ανάμεσα στις χρονικές τομές και κάνει περισσότερο εφικτή την ομαλή ιστορική συνέχεια;

Είναι έργου του ιστορικού γεωγράφου να ανασυστήσει τοπία και χώρους του παρελθόντος. Εάν οι χαρτογραφικές αναπαραστάσεις αυτών των γεωγραφιών του παρελθόντος είναι τοποθετημένες διαδοχικά, μία μετά την άλλη, ως διαφορετικές κινηματογραφικές σκηνές, μπορεί να οπτικοποιηθεί η ιστορία της περιοχής, σαν ένα ένα ξεδίπλωμα μίας ταινίας. Και ο Darby (The Domesday Geography of England, 1936), και ο Pounds (An Historical Geography of Europe 450 BC-1330 AD, 1973), χρησιμοποίησαν αυτή την τεχνική στις εμβληματικές τους μελέτες. Αν οι «εικόνες», είναι αρκετά κοντά μεταξύ τους στο χρόνο, μία ψευδαίσθηση μπορεί να δημιουργηθεί από την συνέχεια της ανάπτυξης, όπως ακριβώς μια ταινία δημιουργεί, από τη διαδοχή των διαφορετικών καρέ (στατικές εικόνες). Στην πράξη, η επιλογή των ημερομηνιών για την ανακατασκευή των γεωγραφιών του παρελθόντος, είναι έντονα επηρεασμένη από την διαθεσιμότητα των δεδομένων, εκτός από το αφ’ εαυτού εξαιρετικά δύσκολο έργο της δημιουργίας ενός μεγάλου αριθμού ιστορικογεωγρφικών τομών στενά συνδεδεμένων.
Η οργάνωσης των γεγονότων σε χρονολογική σειρά, είναι από μόνη της προφανώς ανεπαρκής για να δώσει ικανές απαντήσεις παρ’ ότι σήμερα μπορεί να συμπληρωθεί μέσω ποσοτικών εργαλείων. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο η έρευνα των αρθρώσεων μεταξύ των γεγονότων, πέραν της σχετικής θέσης τους στη γραμμή του χρόνου. 

Οι υποθέσεις, είναι αυτές που προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά, αρθρώνοντας τις διαφορετικές, αποτελεσματικά τεκμηριωμένες εικόνες, ανάμεσα σε περισσότερο ή λιγότερο τεκμηριωμένα γεγονότα. Όταν κανείς ασχολείται με εποχές που λαμβάνουν χώρα πολύ πίσω στο χρόνο οι οποίες συνήθως είναι ελλιπώς τεκμηριωμένες, είναι σχεδόν αναπόφευκτες οι επινοήσεις (Finley 2002), για να μπορούν να συμπληρωθούν τετριμμένα καθημερινά άγνωστα, αλλά και όχι, κενά, της καταγραμμένης ιστορίας. Υποθέσεις ναι, αλλά στις οποίες δεν θα πρέπει να ξεπεραστεί το όριο μεταξύ ιστορίας και μυθιστορίας. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται ένα άλλο δεδομένο που σχετίζεται με την δομή της ίδιας της ιστορικής γεωγραφίας. 

Οι άνθρωποι δεν κάνουν όνειρα από μόνοι τους. Μοιράζονται τις αντιλήψεις της εποχής τους, τους μύθους, τις ιδεολογίες, τις αισθητικές αξίες, τα κοινωνικά αντανακλαστικά. Για να μπορεί κανείς να ανασυστήσει το χρονικό και χωρικό πλαίσιο, η γεωγραφία ανοίχθηκε σε ένα καινούριο πεδίο έρευνας αυτό της γεωγραφίας του πολιτισμού (Claval  1984 283), ώστε να μπορέσει να κατανοήσει την κοινωνική πραγματικότητα σ’ όλη της την πολυπλοκότητα. Σε μία μελέτη ιστορικής γεωγραφίας θα πρέπει στην πράξη η εμπλοκή του πολιτισμικού περίγυρου να να είναι σε τέτοιο βαθμό ενεχόμενη, ώστε να μην ξεχωρίζει η μία από την άλλη. Σήμερα αν με ένα επιστημονικό πεδίο μπορεί να ταυτιστεί περισσότερο από κάθε άλλο η Ιστορική Γεωγραφία, είναι αυτό της Πολιτισμικής Γεωγραφίας. 

Ένας άλλος όμως κίνδυνος ελλοχεύει στην προσπάθεια κάλυψης των κενών, του ιστορικού υλικού με στόχο να πλησιάσει κατά το δυνατόν στην πραγματικότητα της εποχής. Είναι ο κίνδυνος μία νέας κοινωνικής κατασκευής, της γεωγραφικής πραγματικότητας της εποχής (Μπέργκερ Λούκμαν 2003). Αν και οι ακραίες απόψεις σολιψισμού, θεωρούν ότι ούτε καν τα γεγονότα δεν αποτελούν παρά υποκειμενικές κατασκευές, πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινωνική κατασκευή αφορά κυρίως ιδέες και όχι αντικείμενα και αυτό αφορά και την γεωγραφία (Searle 1995). Μέσα στα πλαίσια, έκφρασης υποθέσεων, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι όντος μερικά υποκειμενικά νοήματα μπορούν να μετατραπούν σε αντικειμενικές κατασκευές, αλλά όπως αυτές είναι σήμερα, κατανοητές. Ένα γεωγραφικό αντικείμενο (μιας κοινωνική οντότητα, μια περιφέρεια, μία πόλη, μια σειρά δραστηριοτήτων...), διαθέτει ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά που το ταυτοποιούν και το κάνουν να διακρίνεται από κάποιο άλλο. Η οποιαδήποτε υποκειμενική κατασκευή αφορά κυρίως ένα φάσμα στοιχείων τα οποία δεν αλλοιώνουν τα ιδιαίτερα δομικά του χαρακτηριστικά, σε αντίθετη περίπτωση χάνεται παντελώς η ίδια του ταυτότητα. Επιπρόσθετα όταν είναι πασίδηλο ότι ένα γεγονός, που είναι το ενδεχόμενο αποτέλεσμα μίας σειράς κοινωνικών διεργασιών, δεν τίθεται ζήτημα κατασκευής (Hacking 1999).

Η σχέση Ιστορίας και Γεωγραφίας και η Γεω-ιστορία

Στη συζήτηση για τις σχέσεις μεταξύ γεωγραφίας και ιστορίας, σε μία πρώτη ματιά, η γεωγραφία λειτουργεί σε σχέση με το χώρο και η ιστορία σε σχέση με το χρόνο, αλλά, όπως επανέλαβε ο Harris (1971), όλα τα γεγονότα συμβαίνουν και στις δύο διαστάσεις και είναι, επομένως, παράλογο να θεωρείται ο χώρος ή ο χρόνος, απο μόνα τους, ως το κυρίαρχο οργανωτικό θέμα. Για το λόγο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η ιστορική προσέγγιση ήταν και παραμένει αναπόσπαστο μέρος των περισσότερων μελετών της γεωγραφίας (de Planhol στο Baker 1972). Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν σημαντικοί λόγοι ανάγκης συνυπολογισμού, της ιστορικής προσέγγισης στη γεωγραφία. Εκτός των γρήγορων ρυθμών αλλαγής είναι και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία η γνώση καθίσταται πεπαλαιωμένη και αυτό κάνει μεγαλύτερη την ανάγκη για τη γνώση της ιστορίας. Είναι γεγονός ότι η κατανόηση του παρόντος ρίχνει όλο και λιγότερο φως στο παρελθόν εξ ού και η αυτονόητη ανάγκη μελέτης, του παρελθόντος. Παράλληλα, νέα στοιχεία για το παρελθόν έρχονται συνεχώς στο φως και απαιτούν επαναξιολόγηση προηγούμενων εργασιών. Αυτό το έργο καθίσταται διπλά αναγκαίο από την εξέλιξη και των νέων εννοιολογικών πλαισίων.

Στην κλασική αρχαιότητα η ιστορία και η γεωγραφία αναπτύχθηκαν συγχρόνως με τους ιστορικούς-γεωγράφους όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, να φαίνονται ιδιαίτερα σύγχρονοι σε αυτή τους την προσέγγιση. Πολύ αργότερα ο Κάντ μίλησε για τον χώρο και τον χρόνο σαν δύο πρωταρχικές κατηγορίες γνώσης οι οποίες δεν μπορούν να είναι αποσυνδεμένες. Για τον περισσότερο κόσμο το δίδυμο χώρος-χρόνος θυμίζει σίγουρα την σχέση μεταξύ γεωγραφίας και ιστορίας διότι η γεωγραφία μίας περιοχής είναι ακατανόητη αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν η εξέλιξη, οι μεταβολές στον χρόνο, για να προγραμματιστεί το μέλλον.  Σε κάθε περίπτωση η ιστορία εστιάζει στις εποχές ενώ η γεωγραφία στους τόπους.

Και η Γεω-ιστορία; Όπως στη γεωγραφία υπάρχει η Ιστορική Γεωγραφία στην ιστορία υπάρχει η Γεωιστορία (Γεωγραφική Ιστορία). Στη Γεω-ιστορία αντίθετα από την Ιστορική Γεωγραφία, η γεωγραφία αυτή τη φορά, είναι ο επιθετικός προσδιορισμός και η ιστορία το κυρίως αντικείμενο. Ο όρος εισάγεται από το Λουσιάν Φάμπρ της ομάδας Γάλλων ιστορικών των Ανάλ (οι οποίοι μεταθέτουν την ιστοριογραφική έμφαση από την  μεθοδολογία την ιστορίας  σ’ αυτή του συνόλου των κοινωνικών επιστημών), πενήντα χρόνια νωρίτερα, αλλά εδραιώνεται από τον Μπρωντέλ ο οποίος κοιτώντας την ιστορία μέσα από την «μεγάλη διάρκειά», διαπιστώνει ότι ο κόσμος ξεπερνά την παραδοσιακή ιστορία, ανοίγοντας την και στις άλλες κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες μεταξύ των οποίων η γεωγραφία είχε σημαντική θέση. Η Γεω-ιστορία σχετίζεται με ένα είδος ιστοριογραφίας που τονίζει την μακροπρόθεσμη (μακρύς χρόνος) κοινωνική ιστορία (Beaujoan 1989 116). Στη Γεω-ιστορία αλλά και στην Ιστορική Γεωγραφία οι πρωταγωνιστές είναι  οι ίδιοι, ο χρόνος, ο χώρος και ο άνθρωπος. Η διαφορές της κάθε μίας στην πράξη, είναι αποτέλεσμα του διακριτού επιστημονικού αποθέματος και των προσωπικών προσεγγίσεων των μελετητών. 

Διάφορες Ιστορικές Γεωγραφίες

Η ιστορική γεωγραφία σύμφωνα με τους διαφορετικούς ορισμούς, ορίζεται ως γεωγραφία του παρελθόντος. Όμως εκτός αυτής της γενικής προσέγγισης αποδίδονται στην Ιστορική Γεωγραφία πέραν της μίας προσεγγίσεις που συγκλίνουν στον ίδιο στόχο, την μελέτη της γεωγραφίας του παρελθόντος.
O Gilbert το 1932 (στο Baker 2003 32) αποδίδει τουλάχιστον πέντε διαφορετικές έννοιες που μπορούν να αποδοθούν στην Ιστορική Γεωγραφία. Την ιστορία της αλλαγής των πολιτικών ορίων, την ιστορία των ανακαλύψεων και εξερευνήσεων στη γεωγραφία, την ιστορία των γεωγραφικών μεθόδων και ιδεών, την μελέτη της επιρροής στο γεωγραφικό περιβάλλον στην ιστορική εκπαίδευση. Αλλά για τον ίδιο η πραγματική της λειτουργία είναι η ανασύσταση της περιφερειακής γεωγραφίας τους παρελθόντος. Ο Baker (στο Boulanger 2005) μιλάει για την Ιστορική Γεωγραφία των εξαπλώσεων και των κατανομών, την περιβαλλοντολογική ιστορική γεωγραφία, την ιστορική γεωγραφία των τοπίων και την περιφερειακή ιστορική γεωγραφία. Ο Darby (1962), από την πλευρά του λέει ότι η ιστορική γεωγραφία μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις άλλους τομείς που αφορούν: την εξέλιξη των τοπίων, το παρελθόν μέσα στο παρόν, την γεωγραφία του παρελθόντος και την ιστορική γεωγραφία.

Εκτός όμως των παραλλαγών και και των εφαρμοστικών προσεγγίσεων η Ιστορική Γεωγραφία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μελέτη της κληρονομιάς καλούμενη, εφαρμοσμένη Ιστορική Γεωγραφία (Baker 2005). Αυτό αποτελεί μια μείζονα απασχόληση για πολλούς εξειδικευμένους ιστορικούς γεωγράφους. Ο Newcomb (1981), πρωτοπόρους σ’ αυτό το πεδίο μελέτης,  ασχολήθηκε με ζητήματα που άπτονται στη χρήση αναψυχής και τον σχεδιασμό αυτού που αποκαλείται ορατό παρελθόν. Η ερευνά του αφορά τόσο την ελκυστική πλευρά των ιστορικών τοπίων, όσο και τον σχεδιασμό και την διαφύλαξη του παρελθόντος. Θέτει το βάρος στο γεγονός ότι τα μουσεία (ανοικτά ή κλειστά) μπορούν να προβάλλουν την συμβολική έκφραση μιας ιδεολογίας και στον ίδιο χρόνο να πληροφορήσουν και να συμβάλλουν στην μάθηση. Η προσέγγιση της εφαρμοσμένης ιστορικής γεωγραφίας, συνίσταται στην δημιουργία μιας εθνικής συλλογικής μνήμης, την δημιουργία συμβολικών τοπίων και την αναπαράσταση του παρελθόντος μέσα από τον πολιτισμικό τουρισμό όπου κυρίαρχοι άξονες είναι: η ευρύτητα χρήσης της κατανάλωσης της κληρονομιάς σαν πηγής πολιτισμού και οικονομίας, οι τάσεις και οι διαμάχες για την ερμηνεία της κληρονομιάς και οι σχέσεις μεταξύ κληρονομιάς και ταυτότητας σε διάφορες γεωγραφικές κλίμακες (τοπική, περιφερειακή, εθνική, διεθνή).

Καταληκτικά  

Είναι η ελληνική κλασική γραμματεία η οποία δίνει το πρώτο παράδειγμα ιστορικογεωγραφικής προσέγγισης. Σ’ αυτό, γεωγραφία και ιστορία αναπτύσσονται παράλληλα και ισοδύναμα. Το γνωστότερο και επιφανέστερο παράδειγμα είναι ο Ηρόδοτος ο οποίος τον 5ο αιώνα πΧ μιλά για τον σχηματισμό του Δέλτα του ποταμού Νείλου και το οποίο αποτελεί από τα πρώτα παραδείγματα Ιστορικής Γεωγραφίας.
Μέχρι τον 17ο αιώνα μΧ η Ιστορική Γεωγραφία φέρεται να είναι από τα πιο υποβαθμισμένα πεδία τη Γεωγραφίας. Στον Φίλιπ Γλόβερ (Philipp Clüver 1580-1622), αποδίδεται ο τίτλος του επαν-εισηγητή της Ιστορικής Γεωγραφίας, ο οποίος στην εξάτομη Εισαγωγή του στην Γενική Γεωγραφία προσεγγίζει τις χώρες με ιστορική λογική. Όσο πλησιάζουμε προς την εποχή μας, είναι αρχικά το έργο του γεωγράφου Ritter (1779 – 1859),  ο οποίος για να ανασυστήσει την ιστορία των λαών προστρέχει στην γεωγραφία. Το ίδιο κάνουν οι Ratzel, Reclus και Vidal de La Blache και ο Sauer της λεγόμενης Σχολής του Μπέκλευ, στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι οποίοι αποτελούν τους πρόδρομους της σημερινής Ιστορικής πλέον Γεωγραφίας.

Παρ’ ότι αρχικά η σύγχρονη Ιστορική Γεωγραφία ενθαρρύνθηκε από την ανάγκη ισχυροποίησης των εθνικών ταυτοτήτων, σταδιακά αποστασιοποιείται και γίνεται μία γεωγραφία όλων των κλιμάκων του χώρου, υπό την λογική των κυρίαρχων αξόνων της: άνθρωποι, οικονομία, κατοικία. Αν σήμερα προστεθεί το σωρευτικό επιστημολογικό απόκτημα, της διεπιστημονικής οπτικής εμπλουτισμένης από την δυναμική των ψηφιακών εξελίξεων, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ολιστικό επιστημονικό πεδίο αναγκαίο γιακάθε ανάγνωση του χώρου στο παρόν στο  παρελθόν και απαραίτητο για την σχηματοποίηση του μέλλοντος.

Βιβλιογραφία

Μπέργκερ Π, Λούκμαν Τ (2003, 1966). Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, Νήσος, Αθήνα
Σιδηρόπουλος Γ (2015) Η πόλη στο χρόνο, Παπαζήσης, Αθήνα
Σιδηρόπουλος Γ (2007), Γραφική Σημειολογία, Παπαζήσης, Αθήνα.
Baker Α R (2003). Geography and History: Bridging the Divide,  Cambridge University Press, Cambridge
Baker A (1972), Progress in Historical Geography by Alan R. H. Bake Geographical Review Vol. 63, No. 3 (Jul., 1973), pp. 434-436
Baker A (1999) Fraternity among the French Peasantry: Sociability and Voluntary Associations in the Loire Valley, 1815-1914 Cambridge University Press, Cambridge). 
Baker A (2005), Refelexion sure les relations entre l’Histoire et la Geographie, στο Boulanger κ. α (de), Où en est la géographie historique?  19-33, L'Harmattan, Paris.
Boulanger P, Trochet J-R,  Joseph B (2005), Où en est la géographie historique ? L'Harmattan, Paris
Cipolla C (1988 μτφρ), Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ., Θεμέλιο, Αθήνα
Claval P (1984) Geographie humaine et economique contemporaine, PUF, Paris
Claval P (2005), Geographies et temporalites, στο Boulanger κ. α (ed), Où en est la géographie historique ? 43-63, L'Harmattan, Paris.
Darby H.C. (1977) Domesday England,  Cambridge University Press, Cambridge
Darby H.C., "Historical Geography," pp. 127-157 in: H. P. R. Finberg (Ed.) Approaches to History: A Symposium (London: Routledge & Kegan Paul, 1962, 221 pp.
Derruau M (1978 μτφρ) Ανθρωπογεωγραφία, ΜΙΕΤΕ, Αθήνα
Finley M   (2002) The world of Odysseus  NYRB Classics, New York
George P (1979) Les Methodes De La Geographie, PUF, Paris
George P (1989) Les homes sur la terre, Seghers, Paris
Grataloup C (2005) Geographie historique et analyse spatiale: de l’ignorance a la fertilisation croisee, στο Boulanger κ. α (ed), Où en est la géographie historique ?  33-43, L'Harmattan, Paris.
Grataloup C (2011) En quoi la géographie peut-elle permettre de mieux comprendre l’histoire du monde?  scienceshumaines.com (Propos recueillis par Martine Fournier 15/06/2011) http://www.scienceshumaines.com/l-invention-des-continents-rencontre-avec-christian-grataloup_fr_24823.html (07.11.2012)
Gregory D κ.α. (ed) (2009), Dictionary of Human Geography, Wiley-Blackwell, UK
Hacking I (1999), The Social Construction of What?: Harvard University Press. Cambridge, MA
Harris R.C Warkentin J, (1974), Canada Before Confederation,  Oxford University Press
Higounet C (1982), Atlas historique des villes de France: Mont-de-Marsan, Landes, CNRS, Paris
Hoepfner W (2005), Ιστορία της κατοικίας 5000 π.χ.- 500 μ.χ., University Studio Press, Θεσσαλονίκη
Levy J Lusaault M (2003),  Dictionnaire de la géographie et de l'espace des societies, Belin, Paris                
Mitchel JB (1967), Historical Geography, English University Press, London
Newcomb R, Planning the Past,  Geographical Review Vol. 71, No. 1 (Jan., 1981), pp. 119-121
Pounds NJG (1973), An historical geography of Europe: 450 B.C.-A.D. 1330, Cambridge University Press,  Cambridge
Samaran C (επιμ 1989) Ιστορία και οι μέθοδοί της, ΜΙΕΤ, Αθήνα
Satntos
Searle J (1995), The Construction of Social Reality, The Free Press, New York
Sidiropoulos G Sideris A (2003), Requirements and assumptions in Visualization process of urban and surrounding areas (a case study of the Greek city in time),  (CAA ed. Doerr M., Sarris M.,), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology International Conference, Archive of Monuments and Publications, Hellenic Ministry of Cultures.
Trochet J-R (1998), Géographie historique : Hommes et territoires dans les sociétés traditionnelles, Nathan, Paris
Wooldridge S. W, Gordon E W. (1967), The Spirit and Purpose of Geography, Capricorne Books, NewYork.







[1] «Η γεωγραφία είναι περιγραφική από τη φύση και την λειτουργία της» (George 1989 9). Οι περιγραφικές επιστήμες (βασική έρευνα), είναι το αντίθετο των επιστημών σχεδιασμού (εφαρμοσμένη έρευνα), δηλαδή με την, από υπόθεση καθοδηγούμενη έρευνα (hypothesis-driven research), η οποία εστιάζεται στην εξέταση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης μέσω πειράματος. Περιγραφικές επιστήμες είναι η κατηγορία των επιστημών που εμπλέκει κυρίως παρατήρηση, καταγραφή, περιγραφή και ταξινόμηση των φαινομένων. Είναι οι  επιστήμες που επιδιώκουν να περιγράψουν την πραγματικότητα, ενώ οι επιστήμες σχεδιασμού αναζητούν χρήσιμη γνώση για τις ανθρώπινες δραστηριότητες.



__________


Ιστορική γεωγραφία, μια σύντομη ιστορία
Paul Claval, Πανεπιστήμιο Παρισίων-Σορβόννη

Αρθρο δημοσιευμένο το 2012 στο Revue de Geographie Historique με γενικό τίτλο:  «Regards sur la géographie historique française»
Μετάφραση/Επιστ. επιμέλεια: Γ. Σιδηρόπουλος


Περίληψη : Από καιρό στην υπηρεσία των χαρτογράφων, οι γεωγράφοι εκμεταλλεύτηκαν τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις για να καθορίσουν το γεωγραφικό μήκος των τόπων. Όταν η επιστημονική χαρτογραφία τους στερεί αυτό το καθήκον, κινητοποιούν την τεχνογνωσία τους για να ανασυγκροτήσουν το πλαίσιο όπου συνέβη η ιστορία. Ο σύγχρονος γεωγράφος είναι άνθρωπος του πεδίου, ο οποίος όμως δεν έχει ξεχάσει την ιστορική του γνώση: οι δομές που ανακαλύπτει στο τοπίο έχουν μια μακρά ιστορία, η οποία είναι μέρος συγκεκριμένων χρονικοτήτων. Η γεωγραφία του Βιντάλ ντε λα Μπλάς καλεί τους ιστορικούς να αναρωτηθούν στον μακρύ χρόνο. Η γεωϊστορία του Μπρωντέλ διερευνά την αλληλεπίδραση των περιβαλλοντικών, οικονομικών και πολιτικών χρόνων. Στις αγγλόφωνες χώρες, η ιστορική γεωγραφία ρέει στα χρονικά πλαίσια που προτείνονται από την ιστορία με την εναλλαγή των χρονολογημένων εικόνων και την ανάλυση των εξελίξεων. Η πολιτιστική στροφή επικεντρώνεται στο παιχνίδι των αναπαραστάσεων και του φανταστασιακού που μοιράζονται οι ηθοποιοί της ιστορίας.

Λέξεις-κλειδιά: χαρτογραφία, ιστορία, γεωϊστορία, μακρά διάρκεια, χρονικότητα, χρονολογημένοι πίνακες, εξελικτικές ακολουθίες, αναπαραστάσεις, φαντασιακό.



Ιστορική γεωγραφία; Η αρχή της είναι απλή: να περιγράψει και να αναλύσει μια περιοχή, μια χώρα ή τον κόσμο σε μια στιγμή του παρελθόντος, την εξέλιξή της, όπως θα κάναμε για μία σημερινή περιοχή. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη: δεν πρόκειται μόνο για την αναπαραγωγή της εικονας ενός μέρους της γήινης επιφάνειας μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν, αλλά και της κατανόησης των εξελίξεων που την χαρακτηρίζουν και της (ή των) χρονικότητας (ων), που εκεί είναι σε λειτουργία. Ο τόπος και ο ρόλος της ιστορικής γεωγραφίας στη γεωγραφία γενικότερα, και ειδικότερα στην ανθρωπο-γεωγραφία, αλλάζουν διαρκώς. Θα θέλαμε να συζητήσουμε την εξέλιξή της και να τονίσουμε την σημασία της.

I-Η ιστορική διάσταση των εργασιών της παραδοσιακής γεωγραφίας

Α. Μέχρι τον 18ο αιώνα: η ιστορική έρευνα ως βάση για τη χαρτογραφία

Ο Père de Dainville (1963) επεσήμανε ορθά οτι: από την Αναγέννηση μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα, ο γεωγράφος ασκούσε ένα επάγγελμα που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που είναι σήμερα το δικό του. Συνέβαλε στην παραγωγή χαρτών συγκεντρώνοντας κάποιες από τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για την τοποθέτηση των θέσεων στην επιφάνεια της γης: ο σκοπός του δεν ήταν να περιγράψει το χαρακτηριστικό ενός συγκεκριμένου σημείου, αλλά να το τοποθετήσει. Από την αρχαιότητα, οι αστρονομικές μέθοδοι επέπτρεπαν λογικά, να προσδιοριστούν οι συντεταγμένες ενός σημείου. Ελλείψει χρονόμετρων που θα μετρούν τον χρόνο, δεν υπήρχε τρόπος να μετρηθούν τα γεωγραφικά μήκη. Απο τον Γαλιλαίο ήταν δυνατό στ’ αλήθεια, να γίνει από την παρατήρηση των δορυφόρων του Δία, αλλά η κατασκευή των απαραίτητων πινάκων για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων ήταν αργή και οι υπολογισμοί που έπρεπε να γίνουν κράτησαν τον υπολογισμό σε μόνο στους καλά πληροφορημένους αστρονόμους. Η αξιολόγηση του γεωγραφικου μήκους βασίστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις στην συγκέντρωση των αποστάσεων που αναφέρονταν στις αφηγήσεις των ταξιδιωτών και στις θαλάσσιες διαδρομές που καταγράφηκαν στα ημερολόγια των πλοίων. Ο γεωγράφος ήταν ένας άνθρωπος του γραφείου. Ερευνούσε τις σχέσεις των ταξιδιών των εξερευνητών και τις ενδείξεις που καταγράφηκαν από τους ναυτικούς. Τις διασταύρωνε με τις πληροφορίες που ήδη χρησιμοποιούσαν στους παλιούς χάρτες. Έτσι ο γεωγράφος συνδέθηκε με μια πολύ ιδιαίτερη μορφή ιστορικής γεωγραφίας.

Β. Η χαρτογραφική αλλαγή του 18ου αιώνα και η μετατροπή στην ιστορική γεωγραφία

Όπως έδειξε η Anne Godlewska (1999), η ανακάλυψη του χρονομέτρου από τον John Harrison, καθώς και η πρόοδος των αστρονομικών μεθόδων μέτρησης των γεωγραφικών μηκών, αναστάτωσαν την κατάσταση τον 18ο αιώνα. Οι πληροφορίες που απαιτούνται για την παραγωγή χαρτών δεν πρέπει πλέον να αναζητούνται σε αρχειακά έγγραφα. Οι γεωγράφοι και τοπογράφοι το αντλούν απευθείας από τις μετρήσεις που πραγματοποιούν στο πεδίο. Στην αρχή, η κατάρτησή τους παραμένει διπλή, μαθηματικά και ιστορία (Godlewska, 1999). Πολύ σύντομα, περιλαμβάνει μόνο τη γεωμετρία, τη γεωδαισία και την αστρονομία. Οι γεωγράφοι έχασαν τη δουλειά τους. Πρέπει να εφεύρουν μία άλλη. Η μετατροπή βασίζεται σε αυτό που ήδη γνωρίζουν πώς να κάνουν: να αναλύουν τα παλαιά έγγραφα, είτε πρόκειται για ταξιδιωτικές αφηγήσεις είτε για ναυτικά ημερολόγια. Αυτό που αλλάζει  είναι ο στόχος της δουλειάς τους: ο σκοπός δεν είναι πλέον να εξάγουν χρήσιμες πληροφορίες για να περιγράψουν της εικόνας της γης του σήμερα, η φιλοδοξία τους είναι να προσδιοριστεί ποια ήταν η τοπογραφία, η διάταξη των πόλεων ή η χάραξη των δρόμων σε μία ή αλλη στιγμή του παρελθόντος.

Ο γεωγράφος ασκεί μια μέτρια ιστορική γεωγραφία, αλλά είναι απαραίτητη για τον ιστορικό: του δείχνει πώς εμφανίζεται το σκηνικό, όπου έλαβαν χώρα τα μεγάλα γεγονότα του παρελθόντος. Εξηγεί τι ήταν το δέλτα του Νείλου κατά την εποχή των Φαραώ, οι αλλαγές των κοιτών των ποταμών στη Μεσοποταμία κατά την εποχή του Σουμερίων ή η τοπογραφία των περιοχών όπου ο Ανίβας συντρίβει τις ρωμαϊκές λεγεώνες στις Κάννες. Η γεωγραφία είναι υπηρέτης της ιστορίας. Εκείνοι που την ασκούν παραμένουν ανθρωποι των γραφείων. Εμφανίζονται κατά τηνν ανασύσταση της γεωγραφίας της αρχαίας Αιγύπτου ήστην παρακολούθηση της μεταμόρφωσης των κρατών και των διοικητικών περιφερειών της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα ή της σύγχρονης Ευρώπης. Ο Auguste Longnon (1878), ένας από τους καλύτερους ειδικούς του συγκεκριμένου ρεύματος, διευκρινίζει, για παράδειγμα, ποιες ήταν οι ενορίες και οι χώρες (pagi) της Γαλατίας τον 6ο αιώνα.

Γ. Η νέα γεωγραφία του πεδίου δεν διακόπτει με την ιστορία

Είναι ενάντια σε αυτήν την αντίληψη της γεωγραφίας, που την αντιπροσωπεύει ο Auguste Himly, δηλαδή ότι η σύγχρονη γεωγραφία εδραιώνεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, γύρω από τον Vidal de la Blache. Η σημασία της μετάλλαξης μεταφράζεται σε ένα γεγονός: ο γεωγράφος έχει πάψει να είναι ένας ανθρωπος του γραφείου. Είναι απο την πρακτκή, την εξάσκηση στο πεδίο, απο όπου αντλεί τώρα τις γνώσεις και τη νομιμότητά του. Η μετάλλαξη είναι σημαντική. Θα ήταν όμως λάθος να τη θεωρούμε απόλυτη: ο γεωγράφος διατηρεί, στη Γαλλία, και την κατάρτηση του ιστορικού. Ο Vidal de la Blache αφιερώνει περίπου είκοσι χρόνια στο να δώσει στους Γάλλους γεωγράφους ένα όργανο που τους λείπει: έναν μεγάλο σύγχρονο άτλα. Για να πετύχει αυτό που εκδόθηκε το 1894, ερμηνεύει ταξιδιωτικές αφηγήσεις, αναλύει διπλωματικά έγγραφα, συλλογές σχεδίων ή χάρτες διοικητικών ορίων - όλα τα βήματα που οι γεωγράφοι έχουν μάθει και χρησιμποιούν απο πολύ παλαιά. Όταν δημιουργείται διαφωνία μεταξύ της Βραζιλίας και της Γαλλίας για τα σύνορα της Γουιάνας, είναι σ’ αυτό το πλαίσιο της δουλειάς του, που ο Vidal στηρίζει την εμπειρογνωμοσύνη του την οποία προετοιμάζει για τη γαλλική κυβέρνηση, όπως επισημαίνει ο Vincent River Pinzon (1902) , όπου παρουσιάζει την ανάλυσή του.

Οι πρώτοι ακόλουθοι του Βιντάλ ντε λα Μπλάς καταρτήσθηκαν με την παραδοσιακή ιστορική γεωγραφία πριν ανακαλύψουν το πεδίο και την περιφερειακή ανάλυση: ο Lucien Welsh αφιερώνει τη διατριβή του στους Γερμανούς γεωγράφους της Αναγέννησης (1890) και ενδιαφέρεται μόνο αργότερα για το μωσαϊκό των χωρών γύρω από τη Λυών (1891-1892, 1894-1895). Το πιο γνωστό βιβλίο του, Οι φυσικές περιοχές και τα ονόματα χωρών (Régions naturelles et noms de pays 1908) κινητοποιεί και πάλι την τεχνογνωσία της παραδοσιακής ιστορικής γεωγραφίας. Το τμήμα της δουλειάς τους που οφείλουν στην συνεχή ιστορία, συνεχίζει να είναι χρήσιμο, στη νέα γενιά των γεωγράφων πεδίου. Συγκεκριμένα, το χρησιμοποιούν για να ανιχνεύσουν την ιστορία των περιφερειακών κατατμήσεων πάνω στις οποίες δουλεύουν. Αυτή δεν είναι μια δευτερεύουσα πτυχή του πεδίου τους: μια δεύτερη διατριβή του Albert Demangeon (1905, 1907) ασχολείται τις Πηγές της γεωγραφίας στα Εθνικά Αρχεία. Η ιστορική διάσταση του επαγγέλματος του γεωγράφου δεν έχει χαθεί, αλλά είναι ανησυχίες άλλων αντικειμένων που εξυπηρετεί έκτοτε.

II-Γεωγραφικές δομές ως ένα νέο αντικείμενο ιστορικής γεωγραφίας, όπου και η ανακάλυψη της μακράς διάρκειας

Α. Η ανακάλυψη νέων γεωγραφικών αντικειμένων

Ο γεωγράφος του γραφείου δεν ήταν προσκολλημένος στην φυσιογνωμία των χωρών και στα τοπία τους. Αν μιλούσε για τους κατοίκους τους, έπρεπε να αξιολογήσει τον αριθμό τους και όχι να περιγράψει τα έθιμά τους ή την καθημερινή ύπαρξή τους. Η γεωγραφία πεδίου περιγράφει αυτό που βλέπει. Μιλά για το ανάγλυφο, τα δάση, τους βοσκότοπους, τα λιβάδια, τα χωράφια, τους κήπους, τα αγροκτήματα, τα χωριά, τους οικισμούς και τις πόλεις. Παρατηρεί τους ανθρώπους στην εργασία τους και κάνει εμφανή τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους. Η ανθρωπογεωγραφία που πάει να δημιουργηθεί επιδιώκει να κατανοήσει τη κατανομή των ανθρώπων, τις πράξεις τους και τα έργα τους πάνω στη γη. Στηρίζεται σε χάρτες πυκνότητας, οι οποίοι θέτουν το πρόβλημα των σχέσεων των ομάδων με στο περιβάλλον. Επικεντρώνεται στην κυκλοφορία, η οποία απαλλάσσει τις ομάδες από τοπικούς περιορισμούς. Αυτή η αναζήτηση βασίζεται στην ανάλυση των τοπίων, όπου φαίνεται τόσο το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων και το έργο των προηγούμενων, όσο και των σημερινών γενεών. Βασίζεται στην περιγραφή των ειδών ζωής (Vidal de la Blache, 1886, 1911), που εξηγούν την εκμετάλευση του φυσικού περιβάλλοντος και πώς δομούνται οι κοινωνικοί δεσμοί.   

Τοπία και είδη ζωής παρατηρούνται σήμερα, αλλά οι γεωγράφοι ανακαλύπτουν την εκπληκτική σταθερότητα τους μεσα στην πάροδο του χρόνου. Εκείνοι που αναλύουν τα έργα και τις ημέρες των Προβηγκιανών αγροτών στα τέλη του 19ου αιώνα πιστεύουν ότι μεταφέρονται στην εποχή του Ησίοδου: το όργωμα γίνεται πάντα με το άροτρο. Οι αγρότες αφιερώνουν την ίδια τριλογία των μεσογειακών φυτών, του σίτου, της αμπέλου και του ελαιόδενδρου (Σε αυτό το σημείο η ερμηνεία του Vidal είναι λανθασμένη: η καλλιέργεια της ελιάς φαίνεται να έχει αναπτυχθεί μετά τον Ησίοδο (Vidal, de la Blache, 1922, 81). Τα τοπία που προκύπτουν είναι παρόμοια με αυτά που έχουν ήδη περιγραφεί από τους Λατίνους τοπογράφους, οι οποίοι αντιπαραθέτουν τον ager (τον καλλιεργημένο χώρο), τον saltus (τα βοσκοτόπια όπου τα κοπάδια περικλείουν τα ξέφωτα που ανοίγουν σε υποβαθμισμένα δάση που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλάνθρακα) και τα silva, (ισχυρά δέντρα και τρομερά άγρια ​​φύση). Στη Γαλλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα ελαιόδενδρα αντιδιαστέλονται με την ύπαιθρο:
"Αλλά, ελλείψει αλλαγής αναγλύφου, το είδος του εδάφους δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Αφήσαμε μόλις τις αγροτικές πεδιάδες και ανακαλύψαμε την ύπαιθρο: να που ασχολούμαστε με τραχείς περιοχές που διακόπτονται απο φράχτες δέντρων, σε άλση. Είναι το χαρακτηριστικό γραφικό και ακριβές όνομα της Δύσης "(Vidal de la Blache, 1888/1897, σελ. 155  επανέκδοση Sanguin, 1993).
Η γεωγραφία του πεδίου, όπως εφαρμόζεται γύρω στο 1900, επισημαίνει τις δομές των οποίων η μονιμότητα είναι εντυπωσιακή: (i) αγροτικά συστήματα, τα οποία προσδίδουν στα τοπία της υπαίθρου τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά τους. (ii) σύνολα δραστηριοτήτων τόσο στενά συνδεδεμένα ώστε να μην εξελίσσονται πολύ - τα είδη- έτσι ώστε εκείνες οι δραστηριότηες που ασκούνται από αγρότες και ποιμένες, των αρχών του εικοστού αιώνα, να μοιάζουν με εκείνες της αρχαιότητας. (iii) ομάδες της περιοχής, διότι οι διαιρέσεις που δομούν τον χώρο της εποχής είναι μερικές φορές σε λειτουργία εδώ και αιώνες, από τη Ρώμη, για παράδειγμα, όπως ήδη επεσήμανε ο Giraud-Soulavie (1783).

Β. Μια ιστορική γεωγραφία των δομών

Λαμβάνοντας υπόψη νέα αντικείμενα που αποτελούν τους τρόπους ζωής, τα τοπία ή τις χωρικές διαιρέσεις, υποχρεώνουν τους γεωγράφους γύρω στο 1900 να μήν αρκούνται στο πεδίο. Απο πότε υπάρχουν τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία για πολύ καιρό ξέφυγαν από το έλεος του χρόνου; Είναι αμετάβλητα; Μερικοί βιαστικά απαντούν, από τη μακρινή τους καταγωγή, απο την διάρκειά τους για παρα πολύ μεγάλο χρόνο (Roupnel, 1934): άλση και ύπαιθροι δεν είναι άραγε η σφραγίδα των εθνικών ομάδων που κατέκτησαν για πρώτη φορά τη χώρα; Η προσέγγιση είναι κανονικά πιό προσεκτική. Είναι αναδρομική: εδώ, το αλσύλλιο κυριαρχεί. Ήταν ομως ετσι πενήντα, εκατό, διακόσια χρόνια πριν; Εφόσον τα έγγραφα συνήθως λείπουν μετά από μια συγκεκριμένη ημερομηνία, το πρόβλημα παραμένει ανεπίλυτο. Το πέτρινο αλσος στην περιοχή Gramat, στο Lot; Ο Blaise de Montluc (1592/1964) το επισημαίνει στα απομνημονεύματά του: δεν αρχίζει τη μάχη με τον προτεσταντικό στρατό, οποίος το επιδιώκει, επειδή οι χαμηλές περιφράξεις θα τον εμπόδιζαν να εγκαταλείψει το ιππικό του... Οι περιφράξεις αυτού του τομέα υπάρχουν τέσσεράμιση τουλάχιστον αιώνες. Δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα, αλλά θα θέλαμε να πάμε ακόμα πιό πίσω, όταν συστάθηκαν τα αγροτεμάχια και οι περιφράξεις: τότε θα κατανοήσουμε τις διαδικασίες, αν ήταν αιτία γέννησής τους και  εξασφάλισαν, τουλάχιστον αρχικά, την σταθερότητά τους. 

Η ιστορική προσέγγιση που ασκείται από την ανθρώπογεωγραφία παρουσιάζει βαθιά πρωτότυπους χαρακτήρες. Δεν ασχολείται με την ίδια χρονικότητα της ιστορίας: ενδιαφέρεται μόνο για τα αντικείμενα που έχει μόλις ανακαλύψει. Η διαίρεση σε αιώνες, σε γενιές, σε βασιλείες, σε εποχές δεν αποφέρει τίποτα. Ανακαλύπτοντας το αντικείμενο που επιδιώκει να εξηγήσει σήμερα, το αναλύει με μια αναδρομική προοπτική: πηγαίνει πίσω στο χρόνο μέχρι τη στιγμή που η δομή του διαμορφώθηκε. Οι μαθητές του Vidal ανασυνθέτουν έτσι την εξέλιξη της κοινωνίας και τα τοπία της περιοχής με την οποία ασχολείται η διατριβή τους: ο Jules Sion (1908) εντοπίζει την ιστορία του οροπεδίου του Caux μέχρι την εμφάνιση των οικιακών εργαστηρίων που καθιστούν την περιοχή αυτή σημαντικό παραγωγό κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Στις κοιλάδες, η αφήγηση ξεκινά αργότερα, όταν η δύναμη του νερού χρησιμοποιείται για να μετακινήσει επαγγέλματα, γεγονός που συγκεντρώνει τη βιομηχανία κατά μήκος των μικρών ποταμών. 

Κατά τη στιγμή της εκπόνηση της διατριβής, οι περισσότεροι νέοι γεωγράφοι παρουσιάζουν τις εξελίξεις χρονολογικά, αλλά η έρευνά τους προρχωρά αντίστροφα. Πιο πρωτότυπο, ο Pierre Deffontaines σκηνοθέτησε την προσέγγιση που ακολούθησε πραγματικά: στους Άνδρες και το έργο τους στις χώρες του Μεσαίου Γκαρόν (1932) και κεφάλαιο-κεφάλαιο,  πηγαίνει  μακριά πίσω στο παρελθόν: μέχρι τη στιγμή που τα χαρακτηριστικά που παρατηρεί σήμερα, τίθετναι σε ισχύ. Η γαλλική ανθρώπογεωγραφία η εμπνευσμένη απο τον Vidal δίνει έτσι μια σημαντική θέση στην ιστορική προσέγγιση. Από την άλλη πλευρά, δεν παρουσιάζει την εικόνα των τόπων που αναλύει, κατανοημένη σε μία ή αλλή στιγμή του παρελθόντος: οι χρονικές στιγμές που τονίζει είναι εκείνες των γεωγραφικών αντικειμένων που αποκαλύπτει το παρόν, αλλά οι οποίες υπάρχουν σε κάθε περιπτωση εδώ και πολυ καιρό. 

Η γαλλική ιστορική γεωγραφία υπερέχει στην ανάλυση της εξέλιξης των αγροτικών δομών (Bloch, 1931, Dion, 1934), στον πολιτισμό της αμπέλου (Dion, 1959), στους σκοτεινούς αιώνες του Μαγκρέμπ (Gautier, 1927) Pitte, 1984). Δεν παρουσιάζει ένα πορτρέτο που χρονολογείται από μια χώρα. Το εικόνες της γεωγραφίας της Γαλλίας (Vidal de la Blache, 1903) αντλεί τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της χώρας (ο τόμος είναι μια εισαγωγή στην Ιστορία της Γαλλίας από την απαρχές της μέχρι την Επανάσταση, υπό εποπτεία του Ernest Lavisse), χωρίς όμως να διευκρινίζεται πότε ξεκίνησαν; Μερικοί συγγραφείς ωθούν αυτή τη λογική στο άκρο. Αυτή είναι η περίπτωση του Xavier de Planhol. Η Ιστορική Γεωγραφία της Γαλλίας (1988) θα μπορούσε να έχει διαρθρωθεί γύρω από μια σειρά σταθερών και χρονολογημένων απόψεων. Δεν είναι όμως αυτό που γίνεται. Το βιβλίο διακρίνει μόνο δύο περιόδους: η μία είναι, πολύ μεγάλη που τελειώνει στον 19ο αιώνα, όπου η διαφοροποίηση των τοπίων  γίνεται ολοένα και πιο έντονη και μία σχετικά σύντομη, όπου η τάση είναι η ομογενοποίηση. Είναι η περίοδος της διαφοροποίησης που φαίνεται πλουσιότερη στον Xavier de Planhol: μου ζητά να ασχοληθώ με τη δεύτερη φάση, που τον ενδιαφέρει λιγότερο.  

Γ. Γύρω από τα αγροτικά τοπία: η γεωγραφία ανανεώνει την ιστορία

Γάλλοι γεωγράφοι του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα επινοούν έναν άλλο τρόπο αντίληψης της ιστορικής έρευνας. Δεν εκκινούν απο αρχεία και γραπτά. Τα τοπία και οι τρόποι ζωής έχουν από καιρό ξεφύγει από την προσοχή των ελίτ που πλαισίωναν τις κοινωνίες. Η τεχνογνωσία, οι δεξιότητες, οι εμπειρικές γνώσεις που κινητοποίησαν οι αγρότες, οι πάστορες, οι δασοκόμοι, οι ανθρακωρύχοι, οι τεχνίτες, δεν καταγράφηκαν πουθενά: αποτελούσαν μέρος της σφαίρας του προφορικού λόγου και του τι μεταδίδεται με λογική απομίμησης. Οι ιστορικοί δεν γνώριζαν αυτές τις περιοχές. Βασίζονταν στα γραπτά ίχνη πολιτισμών του παρελθόντος. Αυτοί ανέλυαν τη δράση των πρίγκιπων και των μεγάλων αρχηγών. Αυτά πέρασαν σιωπηλά απο τις λαϊκές μάζες.   

Μια αντίδραση αναδύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα: εμφανίστηκαν έργα κοινωνικής ιστορίας και οικονομικής ιστορίας, αλλά βασίστηκαν κυρίως στην εκμετάλλευση γραπτών μαρτυριών: αστυνομικές αναφορές για απεργίες και κοινωνικά κινήματα, τιμοκατάλογοι, καταστάσεις μισθών, συμβολαιογραφικές πράξεις που καταγράφουν συμβάσεις εργασίας. Στον αγροτικό κόσμο, τα έγγραφα αυτά ήταν συχνά σπάνια: συχνά μόνο το νομικό καθεστώς της γης ήταν γνωστό απο εκείνους που το δούλευαν. Οι προσπάθειες για την πλήρη καταγραφή παρελθόντων κόσμων περιορίζονταν από το προνόμιο που δόθηκε στη γραφή. Η αρχαιολογία, είτε ιστορική είτε προϊστορική, άνοιξε άλλες οπτικές γωνίες, καθώς συνέλαβε τις χθεσινές κοινωνίες με τα εργαλεία τους, τα ερείπια των τεχνουργημάτων τους και τα ερείπια του οικοτόπου τους. Βέβαια το υλικό που αναλύεται συχνά προέρχεται από τάφους, και άρα η λογική των επιλογών δεν είναι εύκολο να είναι προσεγγίσιμη. Οταν οι αρχαιολόγοι συναντάν επιγραφές επιβαβραβεύεται η προσπάθειά τους γιατί βρίσκονται σε οικείο έδαφος, αυτό της ιστορίας.

Οι προοπτικές που ανοίγονται από τους γεωγράφους είναι διαφορετικές: ασχολούνται με την ίδια τη δραστηριότητα των εργατικών τάξεων και τις προσεγγίζουν μέσω του τρόπου ζωής τους και των ιχνών που έχουν αφήσει στα τοπία και στην κατοικία. Εκείνη την εποχή, οι φοιτητές ιστορίας λάμβαναν την ίδια εκπαίδευση με τους γεωγράφους: και δεν είναι λάθος. Είναι παθιασμένοι με αυτά τα νέα αντικείμενα στα οποία ο Vidal de la Blache και οι ακόλουθοι του προσελκύουν την προσοχή πάνω τους. Ο Lucien Febvre καταλαβαίνει απόλυτα τι μπορεί να μάθει από την ανάλυση των τοπικών διαιρέσεων.
"Η Franche-Comté δεν είναι φυσική περιοχή [...]. Δεν υπάρχει φυσική περιοχή που να χρησιμεύει ως σκηνικό, κρεβάτι για αυτήν την επαρχία. Είναι ο άνθρωπος που την δημιούργησε, από πολύ διαφορετικά στοιχεία που αποσπάστηκαν από αυτόν, μεγάλα γεωγραφικά σύνολα: τα Vosges, η πεδιάδα Saône και η Jura, στα οποία ανήκαν φυσικά "(Febvre, 1905, σ. 75-76).
Ο Febvre δεν περιμένει τη γεωγραφία, η οποία του προσφέρει ένα πλαίσιο στο οποίο θα αναπτπυξει την ιστορική ανάλυση. Οδηγείται στη διερεύνηση μιας ιστορίας γενικά παραμελημένης, αυτής της κατασκευής των χωρικών πλαισίων:
"Έτσι μια περιοχή, μια χώρα δεν είναι ένα σύνολο πόρων, από νεκρές παραγωγές. Αποτελεί δεξαμενή ενέργειας, ζωντανών δυνάμεων, οι οποίες, σύμφωνα με μία διαρκή κίνηση, ασκούν αμοιβαία βοήθεια, αντιστέκονται και αντικαθιστανται η μία απο την αλλη και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται συνεχώς απο την κίνηση του ίδιου του χρόνου" (ibid. , 16).        
Αυτή η ιστορία δεν εμπίπτει στα γενικά αποδεκτά χρονολογικά πλαίσια. Οι εξελίξεις που αντιλαμβάνετα είναι αργές, ακόμα κι αν περιλαμβάνουν και διακοπές, τις επαναστάσεις. Η Ecole des Annales οφείλει μεγάλο μέρος της πρωτοτυπίας της σε αυτά που οι Marc Bloch και Lucien Febvre, αντλούν από τη γεωγραφία: μία διεύρυνση των προοπτικών που οδηγεί τον ιστορικό να εφαρμόσει τις νοητικές προσεγγίσεις (imaginaires) των γεωγράφων - ή από τους ειδικούς άλλων κοινωνικών επιστημών. Η φεουδαρχική κοινωνία, υπογραμμίζει με αξιοσημείωτο τρόπο αυτό που ο Marc Bloch (1935) έμαθε από την γεωγραφία της εποχής του (Claval, 2012): πριν ασχοληθεί με τις κοινωνικές διαστάσεις της φεουδαρχικής ζωής (δεσμοί αίματος, τάξεις και η κυβέρνηση των ανδρών), να επικεντρώνεται στις υλικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Αναλύει για τον σκοπό αυτό τις σχέσεις των ομάδων με το περιβάλλον τους: είναι με αυτό που ασχολείται το Οι Αρχικοί Χαρακτήρες της Γαλλικής Αγροτικής Ιστορίας (Bloch, 1931).
Το βασικό στοιχείο αυτών των χρόνων είναι η παραγωγή του απαραίτητου σιταριού για ανθρώπινη διατροφή: αυτό συνεπάγεται την ανάπτυξη κύκλων που αποφεύγουν την εξάντληση της γης και εξασφαλίζουν τη σίτιση των βοοειδών από τα οποία πέρνουν την εργασία και την παραγωγή κοπριάς. Τα εργαλεία, το άροτρο ή το κάρο είναι μια άλλη μεταβλητή. Πολλές λύσεις είναι πιθανές.
"Στην αρχή, ένα είδος φτωχού εδάφους και χαλαρής χρήσης του, πολύ καιρό εγκαταλημένη ή οποία πάντα -μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα - παρέμεινε ίδια, σε μεγάλο βαθμό: το σύστημα των περιφράξεων. Έρχονται λοιπόν δύο τύποι αυστηρότερης κατοχής, και οι δύο από τους οποίους, κατ 'αρχήν, έχουν συλλογική λογική στο όργωμα, ο μόνος τρόπος, δεδομένης της επέκτασης των καλλιεργειών, είναι να εξασφαλιστεί μεταξύ της συγκομιδής και του βοσκοτόπου η ισορροπία που απαιτείται για τη ζωή - και τα δύο, επομένως, χωρίς περιφράξεις. Το ένα, το οποίο μπορούμε να πούμε «βόρειο», εφεύρε το άροτρο και χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερα ισχυρή συνοχή των κοινοτήτων. Το ορατό σημάδι του είναι η επιμήκυνση των πεδίων και η ομαδοποίησή τους σε παράλληλες σειρές. Πιθανόν, από τους ίδιους κύκλους άρχισε η τριετής εναλλαγή [...]. Ο δεύτερος από τους δύο ανοιχτούς τύπους [...] που επιτρέπεται απλουστευτικά να αποκαλείται «νότια», ενώνει την πιστότητα στο παλαιό άροτρο [...] και με διετή εναλλαγή, με κατοχή και την ίδια την αγροτική ζωή, με μια πολύ λιγότερο ισχυρή δόση κοινοτικού πνεύματος "(Bloch, 1931, σελ. 64-65).
Μετά τον Marc Bloch για μια γενιά, η γαλλική ιστορική γεωγραφία είναι ουσιαστικά αφιερωμένη στην ιστορία των αγροτικών τοπίων – οι ιστορικοί αναλαμβάνουν αργότερα από τους γεωγράφους, το πεδίο αυτό.  

Δ. Γεωγραφικές δομές, ο μακρύς χρόνος στην γεωϊστορία

Ωστόσο, είναι απαραίτητο να περιμένουμε τη γενιά του Fernand Braudel, έτσι ώστε η βαθιά λογική της ιστορικής γεωγραφίας εμπνευσμένης απο τον Vidal να είναι απολύτως σαφής. Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός κόσμος κατά την εποχή του Φιλίππου Β (1949) φέρνει στην επιφάνεια τρεις χρονικές στιγμές: (i) το γεωγραφικό πλαίσιο και τους τρόπους παραγωγής και κυκλοφορίας που οι άνθρωποι κινητοποιούν για να ζήσουν. (ii) αυτό της οικονομίας, των διακυμάνσεών της και των κρίσεών της, και (iii) η αυτή της ιστορίας με την κλασική έννοια: η δυναμική των κρατών, η δράση των πολιτικών και του στρατού, αγώνες, πόλεμοι, επαναστάσεις. Αυτές οι τρεις χρονικότητες αλληλοσυσχετίζονται προφανώς: για να κατανοήσουμε την ιστορία, είναι απαραίτητο να αναλύσουμε και τις τρείς.    

Ο Fernand Braudel συνοψίζει το μάθημα της Μεσογείου και του Μεσογειακού κόσμου... στο άρθρο που αφιερώνει, στα Annales. Οι Οικονομίες, οι Κοινωνίες, ο Πολιτισμός με μεγάλη διάρκεια (Braudel, 1958): αυτή είναι η προσφορά του Vidal στην ιστορία. Αυτό για το οποίο κλήθηκε να γράψει, δεν είναι ιστορική γεωγραφία, με τη συνήθη έννοια της λέξης, είναι η γεωϊστορία: μια άσκηση που στοχεύει στη διεξαγωγή παράλληλης ανάλυσης όλων των χρονικοτήτων στο φυσικό περιβάλλον και στην κοινωνική ζωή: εκείνες που σχετίζονται με το περιβάλλον, αυτές που αντικατοπτρίζουν την τεχνική εφευρετικότητα των ανθρώπων, αυτές που προκύπτουν από τις μορφές κοινωνικότητας που ξέρουν να δημιουργούν και από τους θεσμούς που δημιουργούν,  αυτές που αναδιατάσουν τη δράση σε κυβερνητικό επίπεδο.  

Το να γραφτεί η γεωϊστορία των κοινωνιών και των πολιτικών δομών είναι δύσκολο. Ο μόνος που ξεκίνησε να το κάνει αποφασιστικά αυτό το είδος είναι ο ίδιος ο Braudel. Σχεδιάζει το πρόγραμμα πολύ νωρίς, όπως βεβαιώνει σε ένα από τα ταλαιπωρημένα σημειωματάρια του (Braudel 1997). Προσπαθεί τρεις φορές, για πρώτη φορά για τη Μεσόγειο (1949), σχειτκά με την άνοδο του καπιταλισμού (1967-1979), γύρω από την Ταυτότητα της Γαλλίας (1986). Τα αποτελέσματα είναι άνισα - η Ταυτότητα της Γαλλίας απογοητεύει, αλλά ίσως επειδή η εργασία παρέμεινε ημιτελής.    

III-Από τον Eduard Hahn στο Sauer: η γένεση μιας περιβαλλοντικής γεωϊστορίας

Στη Γαλλία γεννήθηκε η γεωϊστορία. Εκεί ουσιαστικά παίρνει κοινωνική και οικονομική μορφή. Είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά εμπνευσμένη από τη γερμανική έρευνα, που οικοδομείται η περιβαλλοντική γεωϊστορία.

Α. Οι γερμανικές ρίζες: ο Eduard Hahn και ο Otto Schlüter    

Αρχικά, υπάρχει ο Eduard Hahn. Φυσιοδίφης, ενδιαφέρεται για τα φυτά και τα ζώα στα οποία βασίζεται η ύπαρξη αγροτών και ποιμένων (Hahn, 1892, 1896α, 1914). Είναι επομένως προς την προϊστορία που στρέφεται -στη νεολιθική με μεγαλύτερη ακρίβεια. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, η στροφή προς τη γεωργία και τα ζώα ήταν ταυτόχρονη. Σε άλλα, η εξημέρωση των φυτών δεν συνδέεται καθόλου με αυτή των ζώων. Στις στέππες της εύφορης ημισέληνου εμφανίζεται αρχικά η καλλιέργεια των σιτηρών. Είναι επίσης εδώ που αρχίζουμε να εξημερώνουμε τα βοοειδή, τα πρόβατα και τα άλογα. Προκειμένου να κινητοποιήσουμε τη δύναμή τους και να διευκολύνουμε τη γεωργική εργασία ή να διαθέσουμε νέους πόρους τροφίμων, θα αυξήσουμε έτσι τα ζώα; Δεν αυτό που  τα αρχαιολογικά έγγραφα και η ερμηνεία  των μύθων κάνουν να καταλάβει ο Eduard Hahn ότι: η αλλαγή έχει θρησκευτικές ρίζες (Hahn, 1896b).    

Οι δύο δομές που συνιστούν τη γεωργία με τη σκαπάνη (εκείνες με τις οποίες καμία εκτροφή δεν συνδέεται) και οι καλλιέργειες με άροτρο, τις οποίες οδηγεί γρήγορα η εξημέρωση των ζώων, δημιουργούνται πολύ νωρίς και σε διαφορετικά πλαίσια. Από τότε έρχονται σε αντίθεση με πρακτικές που κυριαρχούν στην παλαιά ήπειρο, απο την Ιαπωνία μέχρι την Ιρλανδια περνώντας απο την Κίνα, Ινδο-Κίνα, Ινδονησία, Ινδίας, Κεντρικής Ασίας, του Μεσογειακού κόσμου και ολόκληρης της Ευρώπης σε εκείνους που χαρακτήριζαν, πριν την επαφή, με τον Νέο Κόσμο, την Υποσαχάρια Αφρική, την Ωκεανία και ορισμένες δυσπρόσιτες περιοχές της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας.

Το πεδίο που ερευνά ο Otto Schlüter διαφέρει από αυτό του Eduard Hahn: εστιάζει περισσότερο στα τοπία παρά στις τεχνικές εκείνων που τις μεταμορφώνουν (Schlüter, 1899). Η γεωγραφία που προτείνει εντοπίζει τον εξανθρωπισμό του περιβάλλοντος, τις λεπτομέρειες και τις συνέπειές του (Schlüter, 1928, 1952-1958). Στην Κεντρική Ευρώπη, την οποία μελετά πιο συγκεκριμένα, εστιάζει στην αποψίλωση και την καλλιέργεια. Ο Schlüter ανακατασκευάζει τις αποτυχίες ή την πρόοδο των δασών κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους που αναπτύσσουν οι φυσικές επιστήμες: δενδροχρονολογία, ανάλυση της γύρης που διατηρείται σε τύρφη, μελέτη των ιζημάτων Ολόκαινου, κλπ. Προσδιορίζει τις βαθιές κρίσεις που βιώνει μερικές φορές το περιβάλλον, και έπειτα οι φάσεις όπου οι συνθήκες λειτουργίας γίνονται πιο σταθερές.

Από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως τη δεκαετία του 1960, η γερμανική γεωγραφία προσανατολισμένη στο τοπίο, οφείλει πολλά στον Otto Schlüter: συχνά παρουσιάζεται ως γεωϊστορία του εξανθρωπισμένου περιβάλλοντος. Είναι, ωστόσο, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όπου οι έρευνες αυτών των γερμανών προδρόμων καθίστανται ιδιαίτερα καρποφόρες.

B.Carl Sauer και περιβαλλοντική γεωϊστορία

Ο Carl Sauer γεννήθηκε σε μια μικρή κοινότητα Γερμανών μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στο Αρκάνσας (Sauer, 1956, 1963). Ο πατέρας του, ο οποίος διδάσκει γερμανικά, του εξασφαλίζει μια σταθερή εκπαίδευση, συμπληρωμένη από μία μακρά διαμονή στο Forêt Noire. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Sauer είναι τόσο ευαίσθητος σε αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον αγγλόφωνο κόσμο όπως στη Γερμανία. Γνωρίζει επίσης Γαλλική και Γαλλική γεωγραφία. Η εκπαίδευσή του ως γεωγράφος, που απέκτησε στη Middle West - αυτό είναι το μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών όπου, στις αρχές του εικοστού αιώνα, η πειθαρχία είναι η πιο εδραιωμένη. Εκείνοι που την ασκούν φροντίζουν να την προικίζουν με αυστηρές μεθόδους. Ο Sauer ωφελείται από τις διδασκαλίες τους. Ήταν με αυτές τις αποσκευές που μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου δίδαξε στο Μπέρκλεϊ από το 1923. Εκεί βρέθηκη με έναν ανθρωπολόγο, τον Alfred Kroeber, ο οποίος τον εισήγαγε στις μελέτες των Native American (αυτοχθόνων Αμερικανών). Ανακαλύπτει επίσης, στο γειτονικό Μεξικό, έναν αγροτικό πολιτισμό που διαφέρει βαθιά από αυτό που επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτοτε αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της έρευνάς του σε κοινότητες ινδιάνων και ισπανικούς οικισμούς. Από τις γνώσεις του για τη γερμανική γεωγραφία, αντλεί μια σειρά από βασικές ιδέες: η προσέγγιση είναι το πεδίο, δια μέσου του τοπίου. Ο στόχος είναι να εκτιμηθούν οι μετασχηματισμοί που προκάλεσε ο εξανθρωπισμός, γεγονός που προϋποθέτει την παθιασμένη εργασία ενός βοτανολόγου και ενός ζωολόγου:  ο ιδιος εντοπίζει μόνο τα είδη που έχει εθελοντικά φέρει ο άνθρωπος και αυτά που τον εχουν διευκολύνει την διάδοση του. Η γεωγραφία που ασκεί ο Sauer βλέπει τα τοπία, φυσικών συνόλων αναμορφωμένων από ανθρώπινες ομάδες. Ανασυνθέτει τη γένεση τους, εντοπίζει την εξέλιξή τους και μετράει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των μετασχηματισμών. Η περιβαλλοντική γεωϊστορία του Sauer δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις διεργασίες διάχυσης, κάτι που είναι φυσιολογικό σε μια χώρα που σαρώνεται από διαδοχικά μέτωπα πιονέρων.

Η προσέγγιση του Sauer με αυτή των γάλλων οπαδών του Vidal είναι η ιδέα ότι οι γεωγραφικές πραγματικότητες είναι δομές, που έχουν τη δική τους χρονικότητα - εξ ου και η έμφαση που δίνει στον μακρύ χρονο. Αυτό που είναι διαφορετικό στην προοπτική του είναι ότι επικεντρώνεται λιγότερο στους παράγοντες μετασχηματισμού, στους ανθρώπους, στους τύπους ζωής, απο  οτι  στα αποτελέσματα τους, όπως μπορούν να διαβαστούν σε καλλιεργούμενους χώρους, σε όσους έχουν και έχουν επιστρέψει στην έρημο ή στο δάσος ή στα αντικείμενα και τις κατασκευές που έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι.

Αυτή η περιβαλλοντική γεωϊστορία είναι άμεσα επικριτική στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι άποικοι εγκαταστημένοι στη Βόρεια Αμερική ή σε άλλα μέρη μέχρι τότε μη εξανθρωπισμένα: ο Sauer κρίνει πολύ σοβαρά την σπατάλη πόρων και τη καταστροφή των φυσικών περιβαλλόντων που χαρακτηρίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα (Sauer, 1938, 1947). Μέσα από έργα όπως η Γεωργική προέλευση και οι διασπορά (1952), η πρωτοτυπία της προσέγγισής του ειναι καλύτερα κατανοητη.

Οι μαθητές του αναπτύσσουν τις ιδέες του σε δύο κατευθύνσεις. (i) Ένα μέρος των εργασιών για τις κοινωνίες και το χώρο της Βόρειας Αμερικής ανασυνθέτει την εσωτερική πορεία των οικισμών που αναπτύσσονται από αποίκους στην ανατολική ακτή (Kniffen, 1965). (ii) Ο άλλος επικεντρώνεται στους μετασχηματισμούς του φυσικού περιβάλλοντος για τον οποίο είναι υπεύθυνος ο άνθρωπος. Η πιο διάσημη μελέτη στον τομέα αυτό είναι αναμφισβήτητα εκείνη που ο Andrew Clark (1949) αφιερώνει στην καταστροφή της ιθαγενούς πανίδας και χλωρίδας στο Νότιο Νησί της Νέας Ζηλανδίας υπό την επίδραση του αποικισμού. Στην ίδια την Αμερική, το έργο που αφιερώνεται σε αυτά τα θέματα υπογραμμίζει την έκταση της εξανθρώπισης της Νέας Ηπείρου από τους Ινδιάνους, η οποία οδηγεί σε επαναξιολόγηση των αριθμών τους κατά τις πρώτες επαφές, όπως στα έργα του Denevan (1977). Μερικά από τα σύγχρονα έργα με τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία εμπνέονται από αυτή την τάση: Ο βιολογικός ιμπεριαλισμός του Α. Crosby (1986), 1491. Οι νέες αποκαλύψεις της Αμερικής πριν από τον Κολόμβο (2005/2007) του Charles Mann ή  Κατάρρευση. Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να πετύχουν από τον Jared Diamond (2005/2006). Η σημασία τους στον σημερινό κόσμο προέρχεται από τον οικολογικό προσανατολισμό που είχε πάντα η Σχολή του Berkeley.

IV-Darby, Broek και Αγγλική Ιστορική Γεωγραφία   

A.Broek και Darby

Ο προσανατολισμός της ιστορικής γεωγραφίας στην αγγλική γλώσσα είναι γενικά διαφορετικός. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Derwent Whittlesey (1929) προσπάθησε να κωδικοποιήσει αυτήν την προσέγγιση, αναθέτοντάς της έναν συγκεκριμένο ρόλο: να παρέχει διαδοχικές εικονες της φυσιογνωμίας μιας περιοχής ή μιας χώρας σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Αυτό είναι αυτό που ονομάζεται διαδοχική πληρότητα (sequent occupance). Ένας Αμερικανός γεωγράφος ολλανδικής καταγωγής, CO Broek, αντιτίθεται σε αυτή τη θέση, στη μελέτη που αφιερώνει το 1932 στην κοιλάδα της Santa Clara, Καλιφόρνια: μια μελέτη στην αλλαγή του τοπίου. Αναλύει τόσο τις διαδοχικές μορφές που ληφθηκαν από την κατοχή του εδάφους όσο και τις εξελίξεις που εξηγούν τη γέννησή τους.

Στη Μεγάλη Βρετανία αυτές οι ιδέες βρίσκουν την οριστική τους διατύπωση. Οι γεωγραφικές αναζητήσεις στο παρελθόν φέρουν το σήμα του Clifford Darby. Αυτός δεν προσπαθεί να συλλάβει τις χρονικότητες των ιδιαίτερων γεωγραφικών αντικειμένων. Αποδέχεται χρονικά πλαίσια που ορίζονται από ιστορικούς. Η έρευνά του γίνεται πρώτα για τα Fens, την τεράστια περιοχή των βάλτων που κοιτάει στα βόρεια της East Anglia, και το Cambridge είναι κοντά (Darby, 1940α και b). Σκοπός του είναι πρώτα να γράψει μια περιφερειακή μονογραφία, αυτή του συνόλου των μεσαιωνικών χρόνων, αλλά η περιοχή είναι τόσο μοναδική που οδηγεί να επιμείνει στην πολύπλοκη ιστορία περιορισμού και αποξήρανσης από την οποία γεννήθηκε το σύγχρονο περιβάλλον. Όπως και στις Κάτω Χώρες, η γη απειλείται πάντοτε από τα νερά, τις πλημμύρες που προκαλούνται από έντονες βροχές και τις πλημμύρες που προήλθαν από τη διόγκωση της θάλασσας κατά τη διάρκεια μεγάλης παλίρροιας ή από εξαιρετικές περιόδους ύφεσης. Τα Fens είναι μια μακρά ανθρώπινη δημιουργία, την οποία ο Clifford Darby αποκαθιστά από τον Μεσαίωνα έως τον 17ο αιώνα, όταν μεγάλοι ολλανδοί μηχανικοί ολοκληρώνουν τον έλεγχο των υδάτων. Ειναι λοιπόν στη μελέτη των διεργασιών του έργου για ενα μεγάλο χρονικό διάστημα, που  ο Darby επικεντρώνεται αρχικά.

Οι έρευνες του Clifford Darby του δίνουν σύντομα φήμη. Καλείται λοιπόν να κατευθύνει ένα έργο σχετικά με την ιστορική γεωγραφία της Αγγλίας. Δημοσιεύθηκε πριν από τον πόλεμο (Darby, 1936), επανεκδίδεται μετά από αυτόν (Darby, 1973). Ο Darby εχει συνείδηση των δύο προοπτικών που απαιτεί ενα τέτοιο εργο: μπορεί να θεωρηθεί ως η ανασύσταση του προσώπου μιας χώρας σε ορισμένες χρονικές στιγμές (μιλάει για «οριζόντια θέματα») όπω και η ανάλυση των διαδικασιών των γεωγραφικών αλλαγών που υπαρχουν (είναι τα «κάθετα θέματα»).

Όπως ο  de Broek, ο Darby διακρίνει δύο τύπους ανάλυσης, οι οποίοι εναλλάσσονται (Darby, 1951, 1952). Μερικοί δίνουν μια εικόνα για το τι ήταν η Αγγλία σε μια ή αλλη ημερομηνία. Εάν το βιβλίο περιείχε μόνο αυτές τις εξελίξεις, δεν θα επέτρεπε να παρακολουθούνται συνεχώς οι μετασχηματισμοί της χώρας: αντί να παρουσιάζεται ως μία ταινία, το μέλλον της Αγγλίας θα περιοριζόταν στην προβολή πολλών συγκεκριμένων χρονικών στιγμών. Για να ζωντανέψει αυτή την ιστορία και να περάσουμε από τη μια γεωγραφική είκόνα στην αλλη, είναι απαραίτητο να παρεμβάλουμε κεφάλαια που αφορούν το μέλλον των πληθυσμών, των οικονομικών δραστηριοτήτων και των τοπίων κατά τη διάρκεια του χρόνου που τα χωρίζει.

Η ιστορική γεωγραφία που προτείνεται από τον Darby, με τη διαδοχή σταθερών εικόνων και κινηματογραφικών ακολουθιών, αποτελεί μέρος του χρονικού πλαισίου που επεξεργάζονται οι ιστορικοί. Ωστόσο, οι σταθερρές εικόνες καθορίζονται απó τις ημερομηνίες όπου υπάρχουν πολλά αξιóπιστα διαχειρίσιμα δεδομένα. Στην Αγγλία, το Domesday Book, μια μεγάλη φορολογική έρευνα που διεξήγαγε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής το 1086, είκοσι χρόνια μετά την Κατάκτηση, απαριθμεί τους ανθρώπους, εδάφη, κοπάδια, λατομεία και ορυχεία ολόκληρου του Βασιλείου. Είναι ένα ανεκτίμητο τεκμήριο. Ο Clifford Darby αποφασίζει να το εκμεταλλευτεί: με την ομάδα που τον περιβάλλει χρειάζονται περισσότερα από τριάντα χρόνια για να το κάνουν για όλη τη χώρα (Darby, 1977). Είναι ότι μια συγκεκριμένη μεθοδολογική απαίτηση επιβάλλεται σε όσους ενδιαφέρονται για την ιστορική γεωγραφία: η εργασία που πραγματοποιείται διαφέρει από εκείνη του ιστορικού από ένα βασικό χαρακτηριστικό: όλα τα αριθμητικά δεδομένα πρέπει να χαρτογραφηθούν. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο στην περίπτωση του Domesday Book επειδή, ανάλογα με την περιοχή, τα δάση, για παράδειγμα, μετριούνται με την επέκτασή τους από βορρά προς νότο και από ανατολή προς δύση από την περιοχή τους (αλλά οι μονάδες δεν είναι οι ίδίες από ένα μέρος της Αγγλίας στο άλλο) ή από το μέγεθος των κοπαδιών χοίρων που είναι σε θέση να χορτάσουν! 

Η επίδραση του Darby 

Η επιρροή του Darby είναι σημαντική στη Βρετανία και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Στο Cambridge, όπου βρίσκεται το πιλοτικό τμήμα της ιστορικής γεωγραφίας, ο Alan Baker (1968, 1980), που εκπαιδεύει γενιές νέων ειδικών σε αυτόν τον τομέα, του τρέφει μια λατρεία η οποία όμως δεν τον εμποδίζει να εξελίξει τις προβληματικές του. Τα περισσότερα από τα μεγάλα ιστορικά γεωγραφικές έργα των τριάντα ετών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμπνέονται άμεσα από το Darby: αυτή είναι η περίπτωση της ιστορίας της Ευρώπης που γράφτηκε από τον Norman Pounds (1973-1979). Βρετανός που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η προσέγγισή του είναι σύμφωνη με αυτή που αναπτύχθηκε από τον Darby.

Ο Ραλφ Μπράουν, ο μεγάλος δάσκαλος της αμερικανικής ιστορικής γεωγραφίας στα μέσα του 20ού αιώνα, εφαρμόζει τόσο τις χρονολογημένες εικόνες όσο και τη μελέτη των ακολουθιών μετασχηματισμού (ή ακολουθίες εξέλιξης). Ο καθρέφτης για τους Αμερικανούς, ο οποίος το έκανε γνωστό το 1943, ανακατασκεύασε την εικόνα του Ατλαντικού μετωπου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1810. Πέντε χρόνια αργότερα, η ιστορική της γεωγραφία των Ηνωμένων Πολιτειών εναλλάσσει τους χρονολογημενους πίνακες και τη μελέτη μετασχηματισμών 1948). Αυτά παίρνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, στο βαθμό που σημαδεύονται από την ώθηση του μετώπου των πιονέρων και την κατάκτηση ολόκληρου του χώρου μεταξύ των δύο ωκεανών από τους αποίκους. Ως εκ τούτου, εγκαθιδρύεται ένας νέος πρωτότυπος τρόπος ιστορικής γεωγραφίας στον αγγλόφωνο κόσμο, τα τριάντα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό οδηγεί στη σύνταξη σημαντικών συνθέσεων, οι οποίες καταγράφουν μια χώρα (Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες) ή μια ήπειρο (Ευρώπη) μέσω μιας εναλλαγής των χρονολογημένων εικόνων και των εξελικτικών ακολουθιών.

Όλη η γεωγραφία της αγγλικής γλώσσας δεν εντάσσεται στην προοπτική που απεικονίζεται από τον Darby. Ο Don Meinig είναι πιο κοντά στο Sauer στο βαθμό που ενδιαφέρεται για το περιβάλλον, αλλά καινοτομεί εστιάζοντας στις διάφορες επιλογές που επιλλέγονται απο τους πιονιέρους στα ξηρά περιβάλλοντα της νότιας Αυστραλίας (1962), ή τις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες (1968, 1971), ή την εξέλιξη των γεωστρατηγικών αντιλήψεων που διαμορφώνουν τη Βόρεια Αμερική (Meinig, 1886-2004). Στην Αυστραλία, ο Joe Powell (1975, 1988) αναπτύσσει παρόμοιες προοπτικές. Το ίδιο ισχύει και για τον Williams στο έργο του για το αμερικανικό δάσος (1989).

Ταυτόχρονα, οι μονογραφίες συνεχίζουν, στον αγγλόφωνο κόσμο όπως στη Γαλλία, να επικεντρωνονται περισσότερο στην ιστορία της υπαίθρου και των αγροτικών συστημάτων (Campbell 2000, Dodgshon 1980).

V-Η ιστορική γεωγραφία μετά την πολιτιστική στροφή  

Η Νέα Γεωγραφία της δεκαετίας του 1950 και της δεκαετίας του 1960 έχει ελάχιστες επιπτώσεις στη συγγραφή της ιστορικής γεωγραφίας επειδή επικεντρώνεται στις θεωρητικές πτυχές της πειθαρχίας και των ποσοτικών μεθόδων. Γοητευμένη (η Νέα Γεωγραφία), από τις διαδικασίες, ανοίγει παρά ταύτα, ενδιαφέρουσες προοπτικές για τα γεγονότα διάχυσης, όπως μαρτυρεί το έργο του Torsten Hägerstrand (1968) ή του Allan Pred (1972).

Η οικονομική και κοινωνική γεωϊστορία, η περιβαλλοντική γεωϊστορία και η ιστορική γεωγραφία με τον αγγλικό ή τον αμερικανικό τρόπο αποτελούν μέρος της προοπτικής της κλασικής γεωγραφίας, χαρακτηριζόμενη (i) από μια πολύ έντονη περιέργεια για τις σχέσεις των ανθρώπινων ομάδων με το περιβάλλον τους, (ii) με μια ανησυχία για την επιστημονικότητα που απαγορεύει την προσκόλληση στην υποκειμενικότητα των γεωγραφικών παραγόντων και (iii) την επιθυμία για ουδετερότητα, η οποία περιορίζει την κοινωνική και πολιτική δέσμευση του ερευνητή. Η Νέα Γεωγραφία, η οποία αναπτύχθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του '50 έως τις αρχές της δεκαετίας του '70, σχεδιάζεται επίσης σε ένα πλαίσιο κοντά στον κλασικό θετικισμό - αυτό του νεο-θετικισμού της σχολής της Βιέννης. Αυτές οι προϋποθέσεις υποχωρούν από το 1970. Αυτό προκαλεί μια βαθιά μεταμόρφωση της γεωγραφίας και της ιστορικής γεωγραφίας. Συνειδητοποιείται σταδιακά: από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οτι η γεωγραφία βιώνει μια πολιτισμική μετατόπιση.

Α. Κριτική προοπτική και κοινωνική δέσμευση   

Η έμφαση που δίνεται στα τοπία και στην περιβαλλοντική διάσταση της πειθαρχίας, οδήγησε την κλασική ιστορική γεωγραφία να επικεντρωθεί στο αγροτικό παρελθόν και την αργή εξέλιξή του. Μέχρι εδώ παραμελημένα, ο βιομηχανικός κόσμος και οι πόλεις, προσελκύουν όλο και περισσότερους ερευνητές. Στη Μεγάλη Βρετανία, πολλοί προσεγγίζουν αυτά τα προβλήματα από ιστορική άποψη (Derek Gregory 1982), Langton (1979, 1984), Dennis (1984), Overton (1996). Στόχος είναι η διήγηση της βιομηχανικής επανάστασης εκεί που γεννήθηκε, η ανάλυση της αντίστοιχης γεωργικής επανάστασης και ο τονισμός των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικής γεωγραφίας την οποία γεννούν. Οι προοπτικές αυτών των συγγραφέων χαρακτηρίζονται έντονα από περισσότερο ή λιγότερο μαρξιστικό ριζοσπαστισμό, ο οποίος είναι τότε στη μόδα στη Μεγάλη Βρετανία

Η κοινωνία που δημιουργήθηκε στις μεγάλες πόλεις του 19ου αιώνα επινόησε την νεωτερικότητα: εξ ου και η γοητεία που ασκεί το Παρίσι σε έναν γεωγράφο όπως ο David Harvey. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η νεωτερικότητα αντικατοπτρίζεται σε μια κοινωνική αλλαγή που μεγένθυνε τη δράση του Haussmann (Harvey, 1985, 2003): οδηγόντας στην Κομμούνα και την αντίδραση που προξένησε τότε η παριζιάνικη αστική τάξη. Η εκκλησία της Σακρέ Κέρ είναι εκεί για να υπενθυμίζει σε όλους το τεράστιο λάθος που αποτέλεσε αυτή η επανάσταση (Harvey, 1979)!

Β. Η ιστορική γεωγραφία των αναπαραστάσεων   

Η πολιτισμική στροφή προχωρά περισσότερο. Προκαλεί την αναθεώρηση των στόχων της ιστορικής γεωγραφίας: δεν είναι πλέον ζήτημα η καταγραφή της κατάστασης μιας περιοχής ή μιας χώρας σε μια δεδομένη στιγμή στο παρελθόν ή ο προσδιορισμός της δυναμικής της εργασίας κατά τη διάρκεια μιας ή μιάς αλλης περιόδου. Ο σκοπός δεν είναι πλέον να κατανοήσουμε τις χρονικότητες των καθαρά γεωγραφικών αντικειμένων και τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται με άλλες χρονικότητες. Είναι στους ηθοποιούς που εστιάζουμε τώρα, τον τρόπο που με τον οποίο περνάν τον χρόνο τους, πώς αντιλαμβάνονται τους χώρους όπου εξελίσσονται και εκείνους με τους οποίους σχετίζονται.

Αυτές οι προσεγγίσεις δεν είχαν αγνοηθεί από την προηγούμενη γενιά, ακόμη και αν ήταν λίγες. Ο Clifford Darby το διασκέδασε ανακατασκευάζοντας τη φαντασική γεωγραφία του Wessex όπως την περιέγραψε ο Thomas Hardy (1948). Ο John Kirtland Wright (1947) υπογράμμισε το ρόλο του φαντασιακού στη γεωγραφία. Μέχρι το 1927, εξερευνούσε τον κόσμο των Σταυροφοριών, θέτοντας σχετικά ερωτήματα με τις γεωγραφικές γνώσεις που τέθηκαν σε εφαρμογή απο τους γεωγραφικούς παράγοντες της εποχής.

Προέκυψαν έτσι δύο ιδέες. Η πρώτη είναι ότι το παρελθόν είναι θεμελιωδώς διαφορετικό από το παρόν, επειδή ο πολιτισμός του διαφέρει από το δικό μας: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα», σύμφωνα με την όμορφη έκφραση του David Lowenthal (1985). Το δεύτερο είναι ότι η συνειδητοποίηση στάσεων και συμπεριφορών είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική με εκείνη των φυσικών δεξιοτήτων για την εξήγηση των ιστορικών εξελίξεων: αυτό είναι το μάθημα της Ιστορίας της αμπέλου και του κρασιού στη Γαλλία του Dion (1959). Το βιβλίο είναι επαναστατικό γιατί σπάει με τον επικρατούντα μέχρι τοτε περιβαλλοντισμό σ 'αυτό το είδος ερευνών και ξεκινά από τις προσδοκίες και τα σχέδια των παραγωγών και των καταναλωτών: προσφέρεται κρασί για να τιμηθούν οι καλεσμένοι, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κρασί είναι ποιότητας. Όλος ο αγώνας για αμπελώνες ηψηλών στάνταρ (vignobles de cru) προέρχεται από αυτό.

Η ανανέωση της ιστορικής γεωγραφίας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν σταματάει στις δομές, αλλά επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο αυτές διαμορφώθηκαν απο την ανθρώπινη πρωτοβουλία (human agency, λένε οι συγγραφείς της αγγλικής γλώσσας) όπως σημειώνεται από τον Cole Harris το 1971 ή τον Derek Gregory το 1981. Το ριζοσπαστικό ρεύμα της αγγλικής γλώσσας δίνει γρήγορα ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τα προβλήματα των αναπαραστάσεων, όπως δείχνουν τα έργα του James Duncan στο Kandy (1990) ή του Denis Cosgrove (1993) όπως με τα τοπία του Παλάντιο στην Βενετία στην εποχή του 16ου και 17ου αιώνα. Ο Alan Baker θεωρητικοποιεί το κίνημα (1984, 1992). Επίσης διερευνώνται και άλλες διαστάσεις, όπως η μνήμη (Johnson, 2003) ή η ταυτότητα (Matless, 1998). Η γαλλική κριτική φιλοσοφία με τον τρόπο του Michel Foucault ανοίγει νέες προοπτικές, οι οποίες αξιοποιούνται γρήγορα στον κόσμο της αγγλικής γλώσσας από τους σπουδαστές του Μπέικερ, Felix Driver, για παράδειγμα, στο έργο του στο Workhouse (1993) -ένα καλό παράδειγμα αναγκαστικού κοινωνικού αποκλεισμού σε μια εποχή που ο καπιταλισμός θριαμβεύει και αναπτύσσει τεχνικές επιτήρησης. Οι περιγραφές του Ogborn (1998), Hannnah (2000) και Chris Philo (2004) είναι πολύ κοντά, αλλά η πιο συνθετική άποψη της σχέσης εξουσίας στο χώρο, από ιστορική άποψη, είναι ίσως αυτή από τον Cole Harris (1991). Ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός οδηγεί στην επιτυχία των μεταποικιακών θεμάτων (post colonial): η ιστορική γεωγραφία συνδέεται με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, την κατασκευή των αποικιακών αυτοκρατοριών (Butlin, 2009) και στις αντιλήψεις που εφαρμόζουν (Driver, 2001) ή τα τοπία που αυτός δημιουργεί (Clayton, 2000).

Η πολιτισμική στροφή προχωράει ένα βήμα πιο πέρα, όταν αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση. Ο Peter Taylor (1999) ακολουθεί την ιδεολογική μετάφραση των Κάτω Χωρών στην Αγγλία και των Ηνωμένων Πολιτειτών από τον δέκατο έκτο αιώνα μέχρι σήμερα - είναι ένας τρόπος επέκτασης της γεωϊστορίας με τον τρόπο του Braudel ή του Wallerstein. Ο Edward Said (1978) ανοίγει νέες προοπτικές στις σχέσεις κυριαρχίας σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο: οι απόψεις του για τον οριενταλισμό έχουν βαθιά επίδραση στα περισσότερα από τα έργα αφιερωμένα στις αυτοκρατορικές γεωγραφίες. Η κυριαρχία συχνά μεταφέρεται από τον τρόπο που ο κόσμος έχει λεχθεί και έχει γραφεί, όπως επισημαίνει ο Ogborn (2007) στην περίπτωση της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικής Ινδίας. Η παγκοσμιοποίηση κάνει γνωστούς άλλους κόσμους στους Δυτικούς: τους αναγκάζει να εφεύρουν νέους τρόπους σκέψης για την διαφορετικότητα. Γιατί να μην αναφέρουμε τα κοινωνικά σχήματα που εμπνέουμε στους κόσμους που ανακαλύπτουμε; Σε αυτό το κίνημα ο Jean-François Staszak επικεντρώνεται στις Γεωγραφιές του Γκωγκέν  (2003). Έκανε με αυτή του την έρευνα ένα βήμα παραπέρα στο έργο που αφιέρωσε από τότε στον εξωτισμό.

Η ιστορική γεωγραφία φαινόταν από καιρό να είναι μια κάπως δευτερεύουσα περιοχή της πειθαρχίας (της γεωγραφίας). Αυτό οφειλόταν στο ρόλο που είχε παίξει στις ημέρες που υπηρετούσε την χαρτογραφία, και έπειτα την ιστορία. Απελευθερώθηκε σταδιακά. Από τη στιγμή που η γέννηση της ανθρωπογεωγραφίας, υπογραμμίζει την ύπαρξη γεωγραφικών αντικειμένων που δημιουργούν οι άνθρωποι μέσα στο περιβάλλον στο οποίο εξελίσσονται, ανοίγει νέες προοπτικές στην ιστορική γεωγραφία: αυτές συνδέονται με στις χρονικότητες που επιβάλλει η εκμετάλλευση και ο σχεδιασμός του χώρου στις ανθρώπινες κοινωνίες, με τον τρόπο της γαλλικής και της γερμανο-αμερικανικής έρευνας, και τις επανεντάσσει στις χρονικές τομές στις οποίες είναι συνηθισμένοι οι ιστορικοί, με τον τρόπο σε κάποιο μέρος, στην ιστορική Βρετανική ή Αμερικανική γεωγραφία. Η πολιτισμική στροφή διευρύνει το πεδίο της ιστορικής γεωγραφίας, το οποίο γίνεται πιο αφοσιωμένο, πιο «πολιτικό», το οποίο ανακαλύπτει πάνω από όλα, στο παιχνίδι των αναπαραστάσεων, ένα τεράστιο πεδίο που προσπαθεί να διερευνήσει.

Συνθετικά και αντανακλαστικά έργα στην ιστορική γεωγραφία πολλαπλασιάζονται (Baker, 1980, 1992, 2003, Boulanger and Trochet, 2005, Butlin, 1992, Graham and Nash, 1999, Morrissey et al., 2009, Trochet, 1997, 1998): η πειθαρχία έχει εισέλθει στη περίοδο ωριμότητάς της.

Bιβλιογραφία

Baker, A.R.H. 1968, « A note on the retrogressive and retrospective approaches in historical geography », Erdkunde, vol. 22, p. 244–5.
Baker, A. R. H. (ed.), 1980, Progress in Historical Geography, Newton Abbott, David and Charles.
Baker, A.R.H., 1984, « Reflections on the relations of historical geography and the Annalesschool of history» , in A.R.H. Baker and D. Gregory (eds), Explorations in Historical Geography: Inter- pretative Essays, Cambridge, Cambridge University Press, p. 1–27.
Baker, A. R. H. (ed.), 1992, Ideology and Landscape in Historical Perspective. Essays on the Meaning of Some Places in the Past, Cambridge, Cambridge University Press.
Baker, A. R. H., 1999, Fraternity among the French Peasantry : Sociability and Voluntary Associations in the Loire Valley, 1815-1914, Cambridge, Cambridge University Press.
Baker, A.R.H., 2003, Geography and History: bridging the Divide, Cambridge, Cambridge University Press.
Bloch, M., 1931, Les Caractères originaux de l'histoire rurale française, Oslo, Institut pour l'Etude comparée des civilisations ; rééd. présentée par Pierre Toubert, Paris, A. Colin, 1988.
Bloch, M., 1935, La Société féodale. La formation des liens de dépendance, Paris, A. Michel.
Boulanger, P. et J.-R. Trochet (dir.), 2005, Où en est la géographie historique ? Paris, L’Harmattan.
Braudel, F., 1949, La Méditerranée et le monde méditerranéen à l'époque de Philippe II,Paris, Armand Colin.
Braudel, F., 1958, « La longue durée» , Annales E. S. C., n° 4, p. 725-753.
Braudel, F. 1967-1979, Civilisation matérielle, économie et capitalisme, XVe-XVIIIsiècles,Paris, A.  Colin, 3 vol 
Braudel, F., 1986, L'Identité de la France, Paris, Arthaud-Flammarion, 3 vol. : 1- Espace et histoire; 2 et 3, Les Hommes et les choses.
Braudel, F., 1997 [1941-44], « Géohistoire : la société, l’espace et le temps » , in Braudel, F.,Les Ambitions de l’histoire, Paris, Éditions de Fallois, p. 68-114.
Broek, C. O., 1932, The Santa Clara Valley, California : a Study in Landscape Change,Utrecht, Oosthoek.
Brown, R. H., 1943, Mirror for American : Likeness of the  Americain Seaboard, 1810, New York, Americain  Geographical Society.
Brown, R. H., 1948, Historical Geography of the United States, New York, Harcourt Brace.
Butlin, R., 1993, Historical Geography. Through the Gates of Space and Time, Londres, Arnold.
Butlin, R., 2009, Geographies of Empires : European Empires and Colonies, c. 1880-1960,Cambridge, Cambridge University Press.
Campbell, B.M.S., 2000, English Seigneurial Agriculture, 1250–1450, Cambridge, Cambridge University Press.
Campbell, B.M.S. and Bartley, K. 2006, England on the Eve of the Black Death: an Atlas of Lay Lordship, Land and Wealth, 1300–1349, Manchester, Manchester University Press.
Clark, A., 1949, The Invasion of New Zealand by People, Plants and Animals : the South Island, New Brunswick, Rutgers University Press.
Claval, P., 1981, « La géographie historique», Annales de Géographie, vol. 80, p. 669-678.
Claval, P. 1984, « The historical dimension of French Geography» , Journal of Historical Geography, vol. 10, n° 3, June, p. 229-245.
Claval, P., 2012, « Marc Bloch géographe » , sous presse.
Clayton, D. 2000, Islands of Truth: the Imperial Fashioning of Vancouver Island, Vancouver, University of British Columbia Press.
Cosgrove, D. 1993, The Palladian Landscape: Geographical Change and its Cultural Representation in Sixteenth-Century Italy, Leicester, Leicester University Press.
Crosby, A.W., 1986, Ecological Imperialism. The Biological Expansion of Europe, 900-1900, Cambridge, Cambridge University Press.
Dainville, F. de, 1963, Le Langage des géographes, Paris, Picard.
Daniels, S. 1999, Humphry Repton: Landscape Gardening and the Geography of Georgian England, New Haven, Yale University Press.
Darby, H. C. (ed.), 1936, An Historical Geography of England before A. D. 1800, Cambridge, Cambridge University Press.
Darby, H. C., 1940, The Medieval Fenlands, Cambridge, Cambridge University Press.
Darby, H.C., 1940, The draining of the Fens, Cambridge, Cambridge University Press.
Darby, H.C., 1948, « The regional geography of Thomas Hardy’s Wessex », Geographical Review, vol. 38, p. 426–43.
Darby, H.C., 1951, « The changing English landscape », Geographical Journal, vol. 117, p. 377–94.
Darby, H.C., 1953, « On the relations of geography and history », Transactions of the Institute of British Geographers, vol. 19, p. 1–11.
Darby, H.C., 1962, « The problem of geographical description », Transactions of the Institute of British Geographers, vol. 30, p. 1–14.
Darby, H.C. (ed), 1973: A New Historical Geography of England and Wales, Cambridge, Cambridge University Press.
Darby, H.C., 1977, Domesday England, Cambridge, Cambridge University Press.
Darby, H.C., 2002, The Relations of History and Geography: Studies in England, France and the United States, Exeter, Exeter University Press.
Deffontaines, P., 1932, Les Hommes et leurs travaux dans les pays de la Moyenne-Garonne,Lille, SLIC.
Deffontaines, P., 1948, Géographie et religions, Paris, Gallimard.
Demangeon, A., 1905, Les Sources de la géographie de la France à la Bibliothèque Nationale, Paris, Société Nouvelle de Librairie et d'Edition.
Demangeon, A., 1907, « Les recherches géographiques dans les archives », Annales de Géographie, vol. 16, p. 193-203.
Denevan W.M. (ed.), 1977, The Native Population of the Americas, Madison, University of Wisconsin Press.
Dennis, R. 1984, English Industrial Cities in the Nineteenth Century: a Social Geography,Cambridge, Cambridge University Press.
Diamond, J., 2006, Effondrements, Paris, Gallimard ; ed. or. am. Collapses. How Societies Choose to Fail or to Succeed, New York, Viking, 2005.
Dion, R., 1934, Essai sur la formation du paysage rural français, Tours, Arrault.
Dion, R., 1959, Histoire de la vigne et du vin en France, Paris, chez l’auteur
Dodgshon, R.A., 1980, The Origins of British Field Systemsan Interpretation, London, Academic Press.
Dodgshon, R.A., 1987, The European Past: Social Evolution and Spatial Order, London, Macmillan.
Dodgshon, R.A., 1998, Society in Time and Space: a Geographical Perspective on Change,Cambridge, Cambridge University Press.
Driver, F., 1993, Power and Pauperism: the Workhouse System 1834–1884, Cambridge, Cambridge University Press
Driver, F. 2001, Geography Militant: Cultures of Exploration and Empire, Oxford,  Blackwell.
Duncan, J.S, 1990, The City as Text: the Politics of Landscape Interpretation in the Kandyan Kingdom, Cambridge, Cambridge University Press.
Febvre, L., 1905, Les régions de la France. IV - La Franche-Comté, Publications de la Revue de Synthèse historique, Paris, Cerf, 77 p.
Gallois, L., 1890, Les Géographes allemands de la Renaissance, Paris, Leroux.
Gallois, L., 1891-1892, « La Dombes» , Annales de Géographie, vol. 1, p 121-131.
Gallois, L., 1894-1895, « Mâconnais, Charolais, Beaujolais, Lyonnais », Annales de Géographie, vol. 3, n° 10, p. 201-212, n° 12, p. 428-449; vol. 4, n° 16, p. 287-309.
Gallois, L., 1908, Régions naturelles et noms de pays, Paris, A. Colin.
Gautier, E.-F., 1927, Les Siècles obscurs du Maghreb, Paris, Payot.
Giraud-Soulavie, J.-L., 1783, Histoire naturelle de la France méridionale, Paris, 7 vol.
Godlewska, A., 1999, Geography Unbound. French Geographic Science from Cassini to Humboldt, Chicago, Chicago University Press.
Graham, B. and Nash, C. (eds), 1999, Modern Historical Geographies, London, Longman.
Graham, B., Ashworth, G. and Tunbridge, J., 2000, A Geography of Heritage: Power, Culture and Economy, Oxford, Oxford University Press.
Gregory, D., 1981, « Human agency and human geography », Transactions of the Institute of British Geographers,  vol. 6, p. 1–18.
Gregory, D., 1982, Regional Transformation and Industrial Revolution: a Geography of the Yorkshire Woollen Industry, London, Macmillan and Minneapolis, University of Minnesota Press.
Gregory, D., 2009,  War Cultures, New York, Routledge.
Hägerstrand, T., 1968, Innovation Diffusion as a Spatial Process, Chicago, Chicago University Press ; éd. or., 1953.
Hahn, E., 1892, « Die Wirtschaftsformen der Erde» , Petermanns Mitteilungen, vol. 38, p. 8-12.
Hahn, E., 1896a, Die Haustiere und ihre Beziehungen zur Wirtschaft des Menschen, Leipzig, Duncker et Humblot.
Hahn, E., 1896-b, Demeter und Baubo. Versuch einer Theorie der Entstehung unseres Ackerbau, Lübeck.
Hahn, E., 1914, Von der Hacke zum Pfluge, Leipzig, Quelle et Meyer.
Hannah, M., 2000, Governmentality and the Mastery of Territory in Nineteenth-Century America, Cambridge, Cambridge University Press.
Harris, R.C., 1971, « Theory and synthesis in historical geography», Canadian Geographer,vol. 15, p. 157–72.
Harris, R.C., 1991, « Power, modernity and historical geography », Annals of the Association of American Geographers, vol. 81, n° 4, p. 671–83.
Harvey, D., 1979, « Monument and myth» , Annals of the Association of American Geographers, vol. 69, p. 362–81.
Harvey, D., 1985, Consciousness and the Urban Experience, Oxford, Blackwell.
Harvey, D., 2003, Paris, Capital of Modernity, London and New York, Routledge.
Johnson, N.C., 2003, Ireland, the Great War and the Geography of Remembrance,Cambridge, Cambridge University Press.
Kniffen, Fred B., 1965, « Folk housing : key to diffusion », Annals of the Association of American Geographers, vol. 55, p. 549-577.
Langton, J., 1979, Geographical Change and Industrial Revolution: Coalmining in South-West Lancashire, 1590–1799, Cambridge, Cambridge University Press.
Langton, J., 1984, « The Industrial Revolution and the regional geography of England» ,Transactions of the Institute of British Geographers, New Sery, vol. 9, p. 145–67.
Longnon, A., 1878, Géographie de la Gaule au VIème siècle, Paris, Hachette.
Lowenthal, D., 1985, The Past is a Foreign Country, Cambridge, Cambridge University Press.
Mann, C. C., 2005, 1491. New Revelations of the Americas before Columbus ; trad. fse,1491. Nouvelles Révélations sur les Amériques avant Christophe Colomb, Paris, A. Michel, 2007.
Matless, D. 1998, Landscape and Englishness, London, Reaktion Books.
Meinig, D. W., 1962, On the Margins of the Good 3arth : The South Australien Wheat Frontier 1869-1884, Chicago, Rand McNally.
Meinig, D. W., 1968 , The Great Columbia Plain : a Historical Geography, 1805-1910, Seattle, University of Washington Press.
Meinig, D. W., 1971, Southwest : Three Peoples in Geographical Change, 1600-1700,Londres, Oxford University Press.
Meinig, D.W., 1986–2004,  The Shaping of America: a Geographical Perspective on 500 Years of History, New Haven (Ct), Yale University Press, 4 vols.
Montluc, Blaise de, 1592, Commentaires de messire Blaise de Montluc, mareschal de France, Bordeaux, S. Millanges ; éd. La Pléïade, Paris, Gallimard, 1964.
Morrissey, J., Strohmayer, U., Whelan, Y. and Yeoh, B., 2009, Key Concepts in Historical Geography, London, Sage.
Ogborn, M., 1998, Spaces of Modernity: London’s Geographies 1680–1780, New York, Guilford Press.
Ogborn, M. 2007, Indian Ink: Script and Print in the Making of the English East India Company, Chicago, The University of Chicago Press.
Overton, M., 1996, Agricultural Revolution in England: the Transformation of the Agrarian Economy 1500–1850, Cambridge, Cambridge University Press.
Philo, C., 2004, A Geographical History of Institutional Provision for the Insane from Medieval Times to the 1860s in England and Wales: the Space Reserved for Insanity, Lampeter (Wales) and New York, The Edwin Mellen Press.
Pitte, J.-R., 1983, Histoire du paysage français, Paris, Tallandier, 2 vol.
Planhol (X ? de), avec la collaboration de P. Claval, 1988, Géographie historique de la France, Paris, Fayard.
Pounds, N. J. G., 1973-1979, An Historical Geography of Europe, Cambridge University Press, 2 vol.
Powell, J. M., 1975, Australian Space, Australian Time : Geographical Perspectives,Londres, Oxford University Press.
Powell, J. M., 1988, An Historical Geography of Modern Australia: the Restive Fringe,Cambridge, Cambridge University Press.
Pred, A. R. 1973, Urban Growth and the Circulation of Information: the United States’ System of Cities, 1790–1840, Cambridge (Ma), Harvard University Press.
Roupnel, G., 1934, Histoire de la campagne française, Paris, Grasset.
Said, E. W., 1980/1978, L’Orientalisme. L’Orient vu par l’Occident, Paris, le Seuil ; éd. or.,Orientalism, New York, Pantheon Book ; Londres, Routledge et Kegan Paul.
Sauer, Carl O., 1956, « The education of a geographer », Annals of the Association of American Geographers, vol. 46, p. 287-299. 
Sauer, Carl, 1938, « Themes of Plant and Animal Destruction in Economic History» , Journal of Farm Economics,  vol. 20, p. 765-775; réimpression in : John Leighly, 1963, Land and Life,Berkeley, University of California Press.
Sauer, C. O., 1947, « Early relations of man to plants », Geographical Review, vol. 37, n°1, p. 1-25.
Sauer, Carl O., 1952, Agricultural origins and dispersals, Washington, American Geographical Society.
Sauer, Carl O. 1963, Land and Life. A Selection of the Writings of Carl Ortwin Sauer,Berkeley, University of California Press.
Schlüter, O., 1899, « Bemerkungen zur Siedlungsgeographie», Geographische Zeitschrift,vol. 5, p. 65-84.
Schlüter, O. 1928, « Die analytische Geographie der Kulturlandschaft», Zeitschrift der Gesellschaft für Erdkunde zu Berlin. Sonderband über Hundertsjahrfeier, p. 388-411.
Schlüter, O., 1952-1954-1958, « Die Siedlungsräume MittelEuropa in frühgeschichtlicher Zeit» , Forschungen zur Deutschen Landeskunde, vol. 67, 74 et 110.
Sion, Jules, 1908, Les Paysans de la Normandie orientale, Paris, A. Colin.
Taylor, P. J., 1999, Modernities: a Geohistorical interpretation, Minneapolis, University of Minnesota Press.
Trochet, J.-R., 1993, Aux Origines de la France rurale, Paris, CNRS.
Trochet, J.-R., 1997, La Géographie historique en France, Paris, PUF.
Trochet, J.-R., 1998, Géographie historique. Hommes et territoires dans les sociétés traditionnelles, Paris, Nathan.
Vidal de la Blache, P., 1886, « Des rapports entre les populations et le climat sur les bords européens de la Méditerranée », Revue de Géographie, vol. 19, p. 409-419.
Vidal de la Blache, P., 1888/1897, « Des divisions fondamentales du sol français» , Bulletin littéraire, vol. 2, n° 1, p. 1-7.
Vidal de la Blache, P., 1894, Histoire et géographie. Atlas général, Paris, A. Colin.
Vidal de la Blache, P., 1902, La Rivière Vincent Pinzon : étude sur la cartographie de la Guyane, Paris, F. Alcan.
Vidal de la Blache, P., 1903, Tableau de la géographie de la France, Paris, Hachette.
Vidal de la Blache, P., 1911, « Les genres de vie dans la géographie humaine» , Annales de Géographie, vol. 20, n° 111, p. 193-212 ; n° 112, p. 289-304.
Vidal de la Blache, P., 1922, Principes de géographie humaine, Paris, A. Colin.
Whittlesey, D., 1929, « Sequent occupance », Annals of the Association of American Geographers, vol. 19, 1929, p. 162-165.
Williams, M.,  1989, Americans and their Forests: a Historical Geography, Cambridge, Cambridge University Press.
Wrigley, E.A. and Schofield, R.S., 1981, The Population History of England 1541–1971: A Reconstruction, Cambridge, Cambridge University Press.
Wright, J. K., 1925, The Geographical Lore of the Time of the Crusades: a Study in the History of Medieval Science and Tradition in Western Europe, New York, Dover.
Wright, J. K., 1947, « Terrae incognitae: the place of the imagination in geography », Annals of the Association of American Geographers, vol. 37, p. 1–15.